κακοπονητικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakoponitikos | |Transliteration C=kakoponitikos | ||
|Beta Code=kakoponhtiko/s | |Beta Code=kakoponhtiko/s | ||
|Definition=κακοπονητική, κακοπονητικόν, [[unfit for toil]], ἕξις Arist.''Pol.''1335b7. | |Definition=κακοπονητική, κακοπονητικόν, [[unfit for toil]], ἕξις [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1335b7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 17:31, 21 November 2024
English (LSJ)
κακοπονητική, κακοπονητικόν, unfit for toil, ἕξις Arist.Pol.1335b7.
German (Pape)
[Seite 1302] ή, όν, zu Strapatzen untauglich, ἕξις σώματος Arist. pol. 7, 14, 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
peu propre à supporter la fatigue ou le travail.
Étymologie: κακός, πονέω.
Greek Monolingual
κακοπονητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική ἕξις τοῦ σώματος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + πονητικός «ο γεμάτος ταλαιπωρίες» (< πονῶ)].
Greek Monotonic
κᾰκοπονητικός: -ή, -όν (πονέω), αυτός που δεν μπορεί να υποστεί τους κόπους, που δεν υποφέρει τις ταλαιπωρίες, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπονητικός: непригодный к перенесению тягот, невыносливый, слабосильный (ἕξις σώματος Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοπονητικός -ή -όν [κακός, πονέω] ongeschikt voor lichamelijk werk.