ἐπιφλεγής: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiflegis | |Transliteration C=epiflegis | ||
|Beta Code=e)piflegh/s | |Beta Code=e)piflegh/s | ||
|Definition=ἐπιφλεγές | |Definition=ἐπιφλεγές, ([[φλέγω]])[[fiery]], χρῶμα Arist.''Phgn.''812a25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:48, 17 March 2024
English (LSJ)
ἐπιφλεγές, (φλέγω)fiery, χρῶμα Arist.Phgn.812a25.
German (Pape)
[Seite 1000] ές, auf der Oberfläche entzündet, hochroth, Arist. physiogn.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφλεγής: раскаленный, перен. огненно-красный, багровый (χρῶμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφλεγής: -ές, (φλέγω) φλογώδης, πυρώδης, χρῶμα Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 34.
Greek Monolingual
ἐπιφλεγής, -ές (A) επιφλέγω
αυτός που είναι φλογώδης στην επιφάνεια, που έχει κατακόκκινη επιφάνεια («οἷς περί τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι χρῶμα δυσόργητοι», Αριστοτ.).