ἀπερωεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aperoeys
|Transliteration C=aperoeys
|Beta Code=a)perweu/s
|Beta Code=a)perweu/s
|Definition=-έως, ὁ, [[thwarter]], ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς Il.8.361.
|Definition=ἀπερωέως, ὁ, [[thwarter]], ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς Il.8.361.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] ὁ, der Vereitler, Verhinderer, ἐμῶν μενέων Il. 8, 361.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] ὁ, der [[Vereitler]], [[Verhinderer]], ἐμῶν μενέων Il. 8, 361.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=έως, <i>épq.</i> ῆος (ὁ) :<br />[[qui arrête]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπερωέω]].
|btext=ἀπερωέως, <i>épq.</i> ἀπερωῆος (ὁ) :<br />[[qui arrête]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπερωέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπερωεύς:''' έως, эп. ῆος ὁ [[разрушитель]], [[помеха]] (μενέων τινός Hom.).
|elrutext='''ἀπερωεύς:''' ἀπερωέως, эп. ἀπερωῆος ὁ [[разрушитель]], [[помеха]] (μενέων τινός Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπερωεύς''': έως, [[κωλυτής]], ἐμῶν μενέων ἀπερωεὺς Ἰλ. Θ. 361.
|lstext='''ἀπερωεύς''': ἀπερωέως, [[κωλυτής]], ἐμῶν μενέων ἀπερωεὺς Ἰλ. Θ. 361.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερωεύς:''' -έως, ὁ, αυτός που εναντιώνεται, που προβάλλει [[εμπόδιο]] σε [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀπερωεύς:''' -έως, ὁ, αυτός που εναντιώνεται, που προβάλλει [[εμπόδιο]] σε [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀπερωέω]]<br />a thwarter, Il.
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 23 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερωεύς Medium diacritics: ἀπερωεύς Low diacritics: απερωεύς Capitals: ΑΠΕΡΩΕΥΣ
Transliteration A: aperōeús Transliteration B: aperōeus Transliteration C: aperoeys Beta Code: a)perweu/s

English (LSJ)

ἀπερωέως, ὁ, thwarter, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς Il.8.361.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
entorpecedor, sofrenador c. gen. ἐμῶν μενέων Il.8.361.

German (Pape)

[Seite 288] ὁ, der Vereitler, Verhinderer, ἐμῶν μενέων Il. 8, 361.

French (Bailly abrégé)

ἀπερωέως, épq. ἀπερωῆος (ὁ) :
qui arrête.
Étymologie: ἀπερωέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερωεύς: ἀπερωέως, эп. ἀπερωῆος ὁ разрушитель, помеха (μενέων τινός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερωεύς: ἀπερωέως, κωλυτής, ἐμῶν μενέων ἀπερωεὺς Ἰλ. Θ. 361.

English (Autenrieth)

(ἀπερωέω): thwarter; μενέων, Il. 8.361†.

Greek Monolingual

ἀπερωεύς (-έως), ο (Α) απερωέω
αυτός που προβάλλει εμπόδια, που παρεμποδίζει.

Greek Monotonic

ἀπερωεύς: -έως, ὁ, αυτός που εναντιώνεται, που προβάλλει εμπόδιο σε κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.