ὑποπτυχίς: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[πτυχή]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ [[θώρακος]] οὐκ ἐτρώθη», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτυχή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[ψηφίς]])].
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br />[[πτυχή]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ [[θώρακος]] οὐκ ἐτρώθη», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτυχή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[ψηφίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπτῠχίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[πτυχή]]), [[κλείδωση]], [[άρθρωση]], <i>τοῦ [[θώρακος]]</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ὑποπτῠχίς:''' -ίδος, ἡ ([[πτυχή]]), [[κλείδωση]], [[άρθρωση]], <i>τοῦ [[θώρακος]]</i>, σε Πλούτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-πτῠχίς, ίδος, ἡ, [[πτυχή]]<br />a [[joint]], τοῦ θώρακος Plut.
|mdlsjtxt=ὑπο-πτῠχίς, ίδος, ἡ, [[πτυχή]]<br />a [[joint]], τοῦ θώρακος Plut.
}}
}}

Latest revision as of 14:21, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπτῠχίς Medium diacritics: ὑποπτυχίς Low diacritics: υποπτυχίς Capitals: ΥΠΟΠΤΥΧΙΣ
Transliteration A: hypoptychís Transliteration B: hypoptychis Transliteration C: ypoptychis Beta Code: u(poptuxi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, joint, τοῦ θώρακος Plu.Alex.16.

German (Pape)

[Seite 1230] ίδος, ἡ, Falte, Fuge, θώρακος, Plut. Alex. 16.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pli en dessous ; θώρακος PLUT défaut de la cuirasse.
Étymologie: ὑπό, πτύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπτῠχίς: ίδος ἡ сгиб, шов (τοῦ θώρακος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ, «τὸ μέρος ὅπου πτύσεται ὁ θώραξ παρὰ τὸν βουβῶνα» (Κοραῆς), ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη Πλουτ. Ἀλέξ. 16.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
πτυχή κάτω από κάτι («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πτυχή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς)].

Greek Monotonic

ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ (πτυχή), κλείδωση, άρθρωση, τοῦ θώρακος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑπο-πτῠχίς, ίδος, ἡ, πτυχή
a joint, τοῦ θώρακος Plut.