καταπιέζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapiezo
|Transliteration C=katapiezo
|Beta Code=katapie/zw
|Beta Code=katapie/zw
|Definition=[[compress]], [[Theophrastus]] ''Ign.''23.
|Definition=[[compress]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''23.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:29, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῐέζω Medium diacritics: καταπιέζω Low diacritics: καταπιέζω Capitals: ΚΑΤΑΠΙΕΖΩ
Transliteration A: katapiézō Transliteration B: katapiezō Transliteration C: katapiezo Beta Code: katapie/zw

English (LSJ)

compress, Thphr. Ign.23.

German (Pape)

[Seite 1369] herunter-, niederdrücken, zusammendrücken, Sp., wie Ios.

Greek (Liddell-Scott)

καταπιέζω: πιέζω πρὸς τὰ κάτω, καταθλίβω, Βασίλ. εἰς Γρηγ. Ναζ.- Παθ., Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 7.

Greek Monolingual

καταπιέζω)
πιέζω, συνθλίβω, σπρώχνω προς τα κάτω
νεοελλ.
μτφ.
1. στενοχωρώ υπερβολικά κάποιον, τον βασανίζω, τον τυραννώ ψυχολογικώς ή σωματικώς
2. στερώ την ελευθερία και τα δικαιώματα κάποιου με τη βία, καταδυναστεύω.