ὑποθυμίασις: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποθῡμίασις''': -εως, ἡ, τὸ [[κάτωθεν]] [[κάπνισμα]] πρὸς θυμίασιν, Ἱππιατρ. σ. 72, 13. | |lstext='''ὑποθῡμίασις''': -εως, ἡ, τὸ [[κάτωθεν]] [[κάπνισμα]] πρὸς θυμίασιν, Ἱππιατρ. σ. 72, 13. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[fumigation]]=== | |||
Catalan: fumigació; Greek: [[υποκαπνισμός]], [[καπνισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποθείωσις]], [[ἀποκαπνισμός]], [[ἐγκάπνισμα]], [[θυμίαμα]], [[θυμίασις]], [[περιθείωμα]], [[περιθείωσις]], [[ὑπατμισμός]], [[ὑποθυμίαμα]], [[ὑποθυμίασις]], [[ὑποθυμίησις]], [[ὑποκάπνισμα]], [[ὑποκαπνισμός]]; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: [[suffitio]], [[fumigatio]]; Persian: تدخین; Portuguese: [[fumigação]]; Spanish: [[fumigación]]; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw | |||
}} | }} |
Revision as of 16:06, 7 November 2024
English (LSJ)
-εως, Ion. ὑποθυμίησις, ἡ, fumigation, Hp.Nat.Mul.103 (pl.), Dsc.1.67, Sor.2.33, Hippiatr.22.
German (Pape)
[Seite 1218] ἡ, das Räuchern mit angezündeten Wohlgerüchen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθῡμίασις: -εως, ἡ, τὸ κάτωθεν κάπνισμα πρὸς θυμίασιν, Ἱππιατρ. σ. 72, 13.
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw