σαρκασμός: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σαρκασμός:''' ὁ [[σαρκάζω]] рит. язвительная насмешка.
|elrutext='''σαρκασμός:''' ὁ [[σαρκάζω]] рит. [[язвительная насмешка]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκασμός''': ὁ, ἐμπαιγμός, [[εἰρωνεία]], [[χλευασμός]], Ρήτορ. (Walz) 8. 591, Α. Β. 10, κτλ.· ἴδε [[σαρκάζω]].
|lstext='''σαρκασμός''': ὁ, [[ἐμπαιγμός]], [[εἰρωνεία]], [[χλευασμός]], Ρήτορ. (Walz) 8. 591, Α. Β. 10, κτλ.· ἴδε [[σαρκάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 15:45, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκασμός Medium diacritics: σαρκασμός Low diacritics: σαρκασμός Capitals: ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ
Transliteration A: sarkasmós Transliteration B: sarkasmos Transliteration C: sarkasmos Beta Code: sarkasmo/s

English (LSJ)

ὁ, mockery, sarcasm, Hdn.Fig.p.92 S., Phryn.PS p.16B.

German (Pape)

[Seite 863] ὁ, das Hohnlachen eines Zornigen, höhnendes Wort, höhnende Rede, bitterer Spott, Sp.

Russian (Dvoretsky)

σαρκασμός:σαρκάζω рит. язвительная насмешка.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, εἰρωνεία, χλευασμός, Ρήτορ. (Walz) 8. 591, Α. Β. 10, κτλ.· ἴδε σαρκάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σαρκάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαρκάζω, δηκτικός εμπαιγμός, ειρωνικός λόγος με τον οποίο χλευάζει κανείς κάποιον.

Translations

mockery

Arabic: اِسْتِهْزَاء‎; Hijazi Arabic: تريقة‎; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا‎; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar