Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διανήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 30: Line 30:
{{ls
{{ls
|lstext='''διανήχομαι''': μέλλ. -ξομαι, = [[διανέω]], Ἑλλάνικ. Ἀποσπ. 97, Πλούτ. Λουκύλλ. 10· ἐπὶ ἤχου, διεισδύομαι, Ἤριννα 1 Bgk. ΙΙ. διαγωνίχομαι εἰς τὸ κολύμβημα, Αἰλ. π. Ζ. 6. 15.
|lstext='''διανήχομαι''': μέλλ. -ξομαι, = [[διανέω]], Ἑλλάνικ. Ἀποσπ. 97, Πλούτ. Λουκύλλ. 10· ἐπὶ ἤχου, διεισδύομαι, Ἤριννα 1 Bgk. ΙΙ. διαγωνίχομαι εἰς τὸ κολύμβημα, Αἰλ. π. Ζ. 6. 15.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξομαι [Dep. = [[διανέω]] Plut.]
}}
}}

Revision as of 16:25, 23 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανήχομαι Medium diacritics: διανήχομαι Low diacritics: διανήχομαι Capitals: ΔΙΑΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: dianḗchomai Transliteration B: dianēchomai Transliteration C: dianichomai Beta Code: dianh/xomai

English (LSJ)

= διανέω, Hellanic.111J., J.AJ13.1.3, Plu.Luc.10, Ael.NA6.15, Palaeph.30, Porph.Abst.2.5; of sound, penetrate, Erinna 3: metaph., δ. τὸν βίον Vett. Val.68.12.

Spanish (DGE)

• Morfología: [act. aor. part. διανήξας Call.Fr.399 (cód.), Meth.Sym. et Ann.M.18.373D]
1 c. ac. de extensión atravesar a nado πόρον τῆς θαλάττης Hellanic.111, Αἰγαῖον Call.l.c., πόντον Alex.Eph.SHell.38, τὸν ποταμόν D.C.45.31.1, cf. 65.19.2, 69.9.6
fig. διανήχεσθαι τὰ ἐν αὐτοῖς (βίβλοις) κύματα atravesar a nado el oleaje que hay en ellos (en los libros) Clem.Al.Strom.5.14.140, τὸ πέλαγος τῶν ἁγίων γραφῶν Seuerian.Inc.679, δ. τὸν βίον hacer la travesía de la vida Sch.Pi.O.6.176.
2 c. prep. y ac. de direcc. lanzarse a nado ἐπὶ τὰς τριήρεις D.S.14.102, πρὸς τὴν γῆν D.S.13.71, cf. Aesop.223, πρὸς τὴν πόλιν Plu.Luc.10, εἰς τὸν ποταμὸν I.AI 13.14
fig., de un sonido εἰς Ἀΐδαν κενεὰ διανήχεται ἀχώ prob. al atravesar el Aqueronte, Erinn.SHell.402
c. ac. obj., en aor. ganar a nado πρὸς λίμνην τινὰ ἐλθὼν διενήξατο αὐτήν D.C.41.39.2
abs. nadar κριὸν ... διανήχεσθαι Palaeph.30, ὡς γῇ προσέξων τὸ σῶμα καὶ διανηξόμενος Plu.2.1103e, cf. Aesop.30, διανηχομένων ... αὐτῶν mientras nadaban Ael.NA 6.15, fig. σωτηρίως ἐκ τοῦ παρθενικοῦ πελάγους Meth.l.c.
flotar μῆλον ... ἐν τοῖς ὕδασι Aristaenet.1.3.28.

German (Pape)

[Seite 592] 1) = διανέω; πρὸς τὴν πόλιν Plut. Lucull. 10; εἰς Σικελίαν Apollod. 2, 5, 10; ὡς γῇ προσέξων τὸ σῶμα καὶ διανηξόμενος, d. i. durch Schwimmen sich retten, Plut. am. posse 23. – 2) um die Wette schwimmen, Ael. H. A. 6, 15.

French (Bailly abrégé)

1 traverser à la nage;
2 lutter à la nage.
Étymologie: διά, νήχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διανήχομαι [διά, νήχω] overzwemmen; met εἰς + acc, met πρός + acc.: εἰς τὴν πόλιν naar de stad Plut. Luc. 10.1

Russian (Dvoretsky)

διανήχομαι: переплывать, добираться вплавь (πρὸς τὴν πόλιν Plut.).

Greek Monotonic

διανήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., = διανέω, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διανήχομαι: μέλλ. -ξομαι, = διανέω, Ἑλλάνικ. Ἀποσπ. 97, Πλούτ. Λουκύλλ. 10· ἐπὶ ἤχου, διεισδύομαι, Ἤριννα 1 Bgk. ΙΙ. διαγωνίχομαι εἰς τὸ κολύμβημα, Αἰλ. π. Ζ. 6. 15.