ὑπερεκπερισσοῦ: Difference between revisions
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(c1) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] adv., statt ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, mehr als überflüssig, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1194.png Seite 1194]] adv., statt ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, mehr als überflüssig, N. T. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπερεκπερισσοῦ''': Ἐπίρρ., [[κάλλιον]] φέρεται διῃρημένον, [[ὑπὲρ]] ἐκ περισσοῦ, [[μετὰ]] πλείστης ἀφθονίας, ἀφθονώτατα, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. γ΄, 20., πρὸς Θεσσ. α΄, κεφ. γ΄, 10 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑπερεκπερισσῶς, ὡς ἐν Κλήμ. Ρώμ. 1. 20) [[ἐντεῦθεν]] Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τ. 11, 653Α, σχηματίζει [[ῥῆμα]] ὑπερεκπερισσεύω, [[ὑπερπερισσεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 5 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A superabundantly, Ep.Eph.3.20, 1 Ep.Thess.3.10 (v.l. ὑπερεκπερισσῶς).
German (Pape)
[Seite 1194] adv., statt ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, mehr als überflüssig, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερεκπερισσοῦ: Ἐπίρρ., κάλλιον φέρεται διῃρημένον, ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, μετὰ πλείστης ἀφθονίας, ἀφθονώτατα, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. γ΄, 20., πρὸς Θεσσ. α΄, κεφ. γ΄, 10 (μετὰ διαφ. γραφ. ὑπερεκπερισσῶς, ὡς ἐν Κλήμ. Ρώμ. 1. 20) ἐντεῦθεν Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τ. 11, 653Α, σχηματίζει ῥῆμα ὑπερεκπερισσεύω, ὑπερπερισσεύω.