ἔνρυθμος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[έρρυθμος]], -η, -ο (AM [[ἔνρυθμος]], -ον) [[ρυθμός]]<br />αυτός που έχει κανονικό ρυθμό (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[άρρυθμος]])<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στον ρυθμό.
|mltxt=και [[έρρυθμος]], -η, -ο (AM [[ἔνρυθμος]], -ον) [[ρυθμός]]<br />αυτός που έχει κανονικό ρυθμό (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[άρρυθμος]])<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στον ρυθμό.
}}
{{trml
|trtx====[[rhythmic]]===
Bulgarian: ритмичен; Catalan: rítmic; Chinese Mandarin: 節律的/节律的; Dutch: [[ritmisch]]; Finnish: rytmikäs; Galician: rítmico; Georgian: რიტმული; German: [[rhythmisch]]; Greek: [[ρυθμικός]]; Ancient Greek: [[ἔνρυθμος]], [[ἔρρυθμος]], [[ῥυθμικός]], [[ῥύθμιος]]; Maori: manawataki; Portuguese: [[rítmico]]; Russian: [[ритмичный]]; Scottish Gaelic: ruitheamail; Slovene: ritmičen; Spanish: [[rítmico]], [[acompasado]], [[cadencioso]]; Welsh: rhythmig
}}
}}

Revision as of 15:18, 31 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνρυθμος Medium diacritics: ἔνρυθμος Low diacritics: ένρυθμος Capitals: ΕΝΡΥΘΜΟΣ
Transliteration A: énrythmos Transliteration B: enrythmos Transliteration C: enrythmos Beta Code: e)/nruqmos

English (LSJ)

ἔνρυθμον, of rhythm, αἴσθησις Pl.Lg.654a; possessing rhythm (opp. εὔρυθμος), D.H.Comp.11; διάλεκτος Ephor.6 J.; opp. ἔκρυθμος, S.E.M.11.186. Adv. ἐνρύθμως = with rhythm, rhythmically Ath.5.179f, 14.631b (prob.).

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἔρρυθμος Aristox.Rhyth.33, D.H.Dem.50.8, Ptol.Harm.67.1, Aristid.Quint.32.30, Olymp.in Alc.78
mús.
1 conforme al ritmo, rítmico ἡ ἔ. τε καὶ ἐναρμόνιος αἴσθησις Pl.Lg.654a, οὐδὲν γὰρ αὐτῶν μέτρον ἐστὶ κοινὸν ἔνρυθμον Aristox.Rhyth.21, cf. 33, διάλεκτος Ephor.6, ποίημα ... λέξις ἔμμετρος ἢ ἔ. Posidon.44, cf. D.H.l.c., τοὺς ἐμμελεῖς καὶ ἐνρύθμους λόγους Phld.Mus.4.26.22, ἡ ... τῶν μορίων συμμετρία ... εὔρυθμος, ἀλλ' οὐκ ἔνρυθμος la regularidad métrica de las palabras es eurítmica, pero no rítmica D.H.Comp.11.25, ἔ. κίνησις movimiento rítmico de los curetes, D.H.7.72.7, cf. Plu.2.623b, (χρόνοι) ἔρρυθμοι op. ἄρρυθμος y ῥυθμοειδής Aristid.Quint.l.c., ἔ. τραγῳδία tragedia rítmica o bailada como n. del género pantomímico IHeracl.Pont.9.15 (II/III d.C.), tb. llamado τραγικὴ ἔνρυθμος κίνησις FD 1.551.1 (II d.C.), TAM 5.1016.12 (Tiatira II d.C.)
neutr. subst. τὸ ἔρρυθμον Ptol.l.c., Olymp.l.c., μουσικὴ ... ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων ἐπιστήμη S.E.M.11.186.
2 adv. ἐνρύθμως, ἐρρύθμως = rítmicamente κινοῦντες ἐ. τοὺς πόδας Ath.631b, cf. 179f, Aristid.Quint.89.26, Procl.in Cra.p.102, Olymp.in Alc.75.

German (Pape)

[Seite 851] in, nach dem Rhythmus od. Takt, taktmäßig; καὶ ἐναρμόνιος αἴσθησις Plat. Legg. II, 654 a; Sp.; öfter mit der v.l. εὔρυθμος, von dem es D. Hal. C. V. p. 136 unterscheidet, wo Schäfer zu vgl. Bei Ath. V, 179 f ἐῤῥύθμως.

Russian (Dvoretsky)

ἔνρυθμος: ритмический, равномерный, мерный, размеренный (ἔ. τε καὶ ἐναρμόνιος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔνρυθμος: -ον, ὁ ἐν ῥυθμῷ, ὁ ἔχων χρονικὸν ῥυθμόν, Πλάτ. Νόμ. 654Α˙ ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ἐκφωνήσεως τῶν λέξεων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὔρυθμος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11, περὶ τὸ τέλ.˙ ἀλλαχοῦ ἔρρυθμος. - Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 179F, 631B.

Greek Monolingual

και έρρυθμος, -η, -ο (AM ἔνρυθμος, -ον) ρυθμός
αυτός που έχει κανονικό ρυθμό (σε αντίθεση προς το άρρυθμος)
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στον ρυθμό.

Translations

rhythmic

Bulgarian: ритмичен; Catalan: rítmic; Chinese Mandarin: 節律的/节律的; Dutch: ritmisch; Finnish: rytmikäs; Galician: rítmico; Georgian: რიტმული; German: rhythmisch; Greek: ρυθμικός; Ancient Greek: ἔνρυθμος, ἔρρυθμος, ῥυθμικός, ῥύθμιος; Maori: manawataki; Portuguese: rítmico; Russian: ритмичный; Scottish Gaelic: ruitheamail; Slovene: ritmičen; Spanish: rítmico, acompasado, cadencioso; Welsh: rhythmig