συλέω: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[συλῶ]] :<br /><i>c.</i> [[συλάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 18:38, 16 March 2024
English (LSJ)
= συλάω, Q.S.1.717; ῥήματα σ. ἀλλήλους dub. in Xanth.1:—Med., steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον Theoc. 19.2. rescue, συλέων τινὰ ἐλεύθερον ἐόντα, a formula in the manumission of slaves at Delphi, GDI 1686.11, etc.
German (Pape)
[Seite 974] = συλάω; D. Hal. 1, 28; Inscr.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλέω [~ συλάω] alleen med., Ion. ptc. συλεύμενον Theocr. 19.2, roven, stelen.
Greek Monotonic
σῡλέω: =συλάω, Μέσ., κλέβω για λογαριασμό μου, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον (Δωρ. αντί -ούμενος), σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
σῡλέω: συλάω, Κόϊντ. Σμ. 1. 717· ῥήματα σ. ἀλλήλους Ξάνθ. 1. ― Μέσ., κλέπτω δι’ ἐμαυτόν, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος Θεόκρ. 19. 2. ΙΙ. ἀπελευθερώνω, συλέων τινὰ ὡς ἐλεύθερον ἐόντα ἢ ἐπ’ ἐλευθερίᾳ, τύπος τις καθ’ ὃν ἐτελεῖτο ἡ ἀπελευθέρωσις δούλου ἐν Δελφοῖς, Ἐπιγραφ. Δελφικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701-6.
Middle Liddell
sula/w:—Mid. to steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος (doric for -ούμενοσ) Theocr.