ἀλογιστία: Difference between revisions
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. [[ἀλογιστίη]]<br />[[falta de juicio]], [[falta de cálculo]], [[insensatez]], [[irracionalidad]] ἀλογιστίη μὴ ξυγχωρέειν ταῖσι κατὰ τὸν βίον ἀνάγκαις Democr.B 289, τοὺς ἰδίους πόνους ἀλογιστίη γεωργήσας Democr. en Hp.<i>Ep</i>.17 (p.374), unido a la borrachera μέθη καὶ ἀ. Plb.5.15.3, cf. 21.26.16, τὸ μεθύειν ο[ὐ] συμβαίν[ει] πα[ρ'] ἀλογιστίαν Phld.<i>Ir</i>.93, ἀνανήφων ἀπὸ τῆς ὑπ' ἐκείνοις ἀλογιστίας Origenes <i>Cels</i>.8.63<br /><b class="num">•</b>en gener. ἀ. ἐν τοῖς πάθεσιν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.129, Φάλαρις ... ἐμπληθυνθεὶς ἀλογιστίας [[LXX]] 3<i>Ma</i>.5.42<br /><b class="num">•</b>[[incapacidad de juicio]], [[desconcierto]] θυμὸς καὶ ἀ. Plb.2.30.4, ταῦτα δ' ἐστὶν [[ἀπειρία]] πραγμάτων, ἀ. Plu.2.466c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] ἡ, Unbedachtsamkeit, Pol. öfter, z. B. 5, 15 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0108.png Seite 108]] ἡ, [[Unbedachtsamkeit]], Pol. öfter, z. B. 5, 15 u. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 16:44, 15 October 2024
English (LSJ)
Ion. ἀλογιστίη, ἡ, thoughtlessness, Democr.289, Plb.5.15.3, Chrysipp.Stoic. 3.129, Phld.Ir.p.93 W., Plu.2.466c.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀλογιστίη
falta de juicio, falta de cálculo, insensatez, irracionalidad ἀλογιστίη μὴ ξυγχωρέειν ταῖσι κατὰ τὸν βίον ἀνάγκαις Democr.B 289, τοὺς ἰδίους πόνους ἀλογιστίη γεωργήσας Democr. en Hp.Ep.17 (p.374), unido a la borrachera μέθη καὶ ἀ. Plb.5.15.3, cf. 21.26.16, τὸ μεθύειν ο[ὐ] συμβαίν[ει] πα[ρ'] ἀλογιστίαν Phld.Ir.93, ἀνανήφων ἀπὸ τῆς ὑπ' ἐκείνοις ἀλογιστίας Origenes Cels.8.63
•en gener. ἀ. ἐν τοῖς πάθεσιν Chrysipp.Stoic.3.129, Φάλαρις ... ἐμπληθυνθεὶς ἀλογιστίας LXX 3Ma.5.42
•incapacidad de juicio, desconcierto θυμὸς καὶ ἀ. Plb.2.30.4, ταῦτα δ' ἐστὶν ἀπειρία πραγμάτων, ἀ. Plu.2.466c.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, Unbedachtsamkeit, Pol. öfter, z. B. 5, 15 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
irréflexion.
Étymologie: ἀλόγιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλογιστία: ἡ безрассудство, неразумие Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογιστία: ἡ, ἀπερισκεψία, ἀβουλία, προπέτεια, Πολύβ. 5. 15. 3, Πλούτ., κτλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀλογιστία) ἀλόγιστος
αμυαλιά, απερισκεψία.
Greek Monotonic
ἀλογιστία: ἡ, απερισκεψία, αβουλία, προπέτεια, σε Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ.
Middle Liddell
thoughtlessness, rashness, Polyb., Plut., etc.