ἁλουργής: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(13_1) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ές, = [[ἁλουργός]], τὰ ἁλ., Purpurdecken, Aesch. Ag. 920; γῆ Plat. Phaed. 110 e; Ar. bei B. A. 380. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0109.png Seite 109]] ές, = [[ἁλουργός]], τὰ ἁλ., Purpurdecken, Aesch. Ag. 920; γῆ Plat. Phaed. 110 e; Ar. bei B. A. 380. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἁλουργής''': -ές, (ἅλς, [[ἔργον]]) κατασκευασθεὶς ἐν τῇ θαλάσσῃ ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ πορφυροῦ χρώματος, τοῦ ἐκ γνησίας πορφύρας, πρὸς ἀντιδιαστολὴν ἐκ τῶν κατ’ ἀπομίμησιν χρωμάτων, ἐμβαίνονθ’ ἁλουργέσιν, φοροῦντα ἱμάτια πορφυρᾶ (ἴδε Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 5), Αἰσχύλ. Ἀγ. 946· [[μίτρα]] [[ἁλουργής]], Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, στρώμαθ’ ἁλουργῆ, Ἀναξανδρ. «ἐν Πρωτεσιλάῳ» 1. 7· γῆ, Πλάτ. Φαίδ. 110C· τὸ ἁλουργές, Ἀριστ., κτλ.: - [[ὡσαύτως]] [[ἁλουργός]], όν, ἔρια, ὁ αὐτ. Πολ. 429D: [[χιτωνίσκος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 10, 14, κτλ.: (ἀλλὰ χ. [[ἁλουργής]], ὁ αὐτ. 24)· στρωμναί, Κωμ. Ἀν. 295Α, ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[εἶναι]] ἧττον [[συνήθης]], Α. Β. 81. - Τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων τοῦ Πλάτ. Τίμ. 68C. παρέχουσιν οὐδέτερον ἁλουργοῦν, ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. ἁλουργέος· καὶ παρ’ Ἀθ. 540Α. εὕρηται θηλ. αἰτ. πληθ. ἁλουργάς· πρβλ. [[ἁλιπόρφυρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:06, 5 August 2017
English (LSJ)
ές, (ἅλς, ἔργον) lit.
A wrought in or by the sea, always in sense sea-purple, i.e. genuine purple dye, opp. imitations, ἐμβαίνονθ' ἁλουργέσιν on cloths of purple, A.Ag.946; μίτρα ἁ. Pherecr. 100; στρώμαθ' ἁ. Anaxandr.41.7; γῆ Pl.Phd.110c; τὸ ἁ. Arist.Col. 792a7:—less freq. ἁλουργός, όν (also ά, όν Phylarch.41), ἔρια Pl.R. 429d; χιτωνίσκος IG2.754.12,14, etc. (but χ. ἁλουργής ib.21); στολαί Phylarch. l.c.; στρωμναί Plu.Lyc.12, AB81:—also ἁλουργοῦς, οῦν, IG2.757, v.l. in Arist.Sens.442a24, Ion. ἁλοργοῦς GDI5702.23 (Samos).
German (Pape)
[Seite 109] ές, = ἁλουργός, τὰ ἁλ., Purpurdecken, Aesch. Ag. 920; γῆ Plat. Phaed. 110 e; Ar. bei B. A. 380.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλουργής: -ές, (ἅλς, ἔργον) κατασκευασθεὶς ἐν τῇ θαλάσσῃ ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ πορφυροῦ χρώματος, τοῦ ἐκ γνησίας πορφύρας, πρὸς ἀντιδιαστολὴν ἐκ τῶν κατ’ ἀπομίμησιν χρωμάτων, ἐμβαίνονθ’ ἁλουργέσιν, φοροῦντα ἱμάτια πορφυρᾶ (ἴδε Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 5), Αἰσχύλ. Ἀγ. 946· μίτρα ἁλουργής, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, στρώμαθ’ ἁλουργῆ, Ἀναξανδρ. «ἐν Πρωτεσιλάῳ» 1. 7· γῆ, Πλάτ. Φαίδ. 110C· τὸ ἁλουργές, Ἀριστ., κτλ.: - ὡσαύτως ἁλουργός, όν, ἔρια, ὁ αὐτ. Πολ. 429D: χιτωνίσκος, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 10, 14, κτλ.: (ἀλλὰ χ. ἁλουργής, ὁ αὐτ. 24)· στρωμναί, Κωμ. Ἀν. 295Α, ἀλλ’ ὁ τύπος οὗτος εἶναι ἧττον συνήθης, Α. Β. 81. - Τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων τοῦ Πλάτ. Τίμ. 68C. παρέχουσιν οὐδέτερον ἁλουργοῦν, ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. ἁλουργέος· καὶ παρ’ Ἀθ. 540Α. εὕρηται θηλ. αἰτ. πληθ. ἁλουργάς· πρβλ. ἁλιπόρφυρος.