διαδηλέομαι: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diadileomai | |Transliteration C=diadileomai | ||
|Beta Code=diadhle/omai | |Beta Code=diadhle/omai | ||
|Definition=[[do great harm to]], [[rend in pieces]], ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Od.14.37, cf. Theoc.24.85, A.R.2.284, Agath.5.7. | |Definition=[[do great harm to]], [[tear to pieces]], [[rend in pieces]], ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Od.14.37, cf. Theoc.24.85, A.R.2.284, Agath.5.7. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαδηλέομαι:''' μέλ. <i>-δήσομαι</i>· — Αποθ., [[προξενώ]], [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[βλάβη]] σε, [[σχίζω]] σε κομμάτια, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. | |lsmtext='''διαδηλέομαι:''' μέλ. <i>-δήσομαι</i>· — Αποθ., [[προξενώ]], [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[βλάβη]] σε, [[σχίζω]] σε κομμάτια, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 17 March 2024
English (LSJ)
do great harm to, tear to pieces, rend in pieces, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Od.14.37, cf. Theoc.24.85, A.R.2.284, Agath.5.7.
Spanish (DGE)
desgarrar, hacer pedazos c. suj. de anim. y ac. de pers. ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Od.14.37, ἐπῶρσαν κνώδαλα ... βρέφος διαδηλήσασθαι Theoc.24.85, βόες διαδηλήσονται ἄνδρα A.R.3.579
•c. suj. de seres mitológicos Ζήτης Κάλαΐς τε ... σφ' ἀέκητι θεῶν διεδηλήσαντο A.R.2.284
•c. suj. de cosa herir, dañar ἀνεπυνθάνετο ... τὰ τοῦ σεισμοῦ μή τι σφᾶς ... διεδηλήσατο Agath.5.7.5.
German (Pape)
[Seite 576] (s. δηλέομαι), sehr beschädigen, zu Grunde richten; Homer von Hunden, = zerreißen, Odyss. 14, 37 ἦ ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο ἐξαπίνης. – Sp., wie Theocr. 24, 83; Ap. Rh. 2, 284.
French (Bailly abrégé)
διαδηλοῦμαι;
seul. ao.
déchirer, mettre en pièces.
Étymologie: διά, δηλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-δηλέομαι in stukken scheuren.
Russian (Dvoretsky)
διαδηλέομαι: разрывать на части, растерзывать (τινα Hom., Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
διαδηλέομαι: ἀποθ., προξενῶ μεγάλην βλάβην εἴς τινα, κατακόπτω τινά, κατασπαράττω, ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο Ὀδ. Ξ. 37, πρβλ. Θεόκρ. 24. 83, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 284. 3, 579.
English (Autenrieth)
aor. διεδηλήσαντο: tear in pieces, Od. 14.37†.
Greek Monotonic
διαδηλέομαι: μέλ. -δήσομαι· — Αποθ., προξενώ, προκαλώ μεγάλη βλάβη σε, σχίζω σε κομμάτια, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.