ὑπέρηδυς: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
m (elru replacement) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπέρηδυς:''' εῖα, υ (только superl.) | |elrutext='''ὑπέρηδυς:''' εῖα, υ (только superl.) в высшей степени приятный Luc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:11, 21 March 2024
English (LSJ)
υ, exceedingly sweet, used in Sup. by Luc.Tim.41, etc. Adv. ὑπερηδέως = very gladly or pleasantly, X.Cyr.1.6.21, Phld.Lib.p.43 O.: Sup. -ήδιστα Luc.DMort.9.1.
German (Pape)
[Seite 1195] υ, über die Maaßen süß, angenehm, gew. im superl. ὑπερήδιστος, Luc. Gall. 5 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
extrêmement agréable;
Sp. ὑπερήδιστος.
Étymologie: ὑπέρ, ἡδύς.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρηδυς: εῖα, υ (только superl.) в высшей степени приятный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρηδυς: υ, ὑπερβαλλόντως ἡδύς, ἐν χρήσει ἐν τῷ ὑπερθ. ὑπερήδιστος παρὰ Λουκ. ἐν Τίμ. 41, κλπ. - Ἐπίρρ. -έως, τούτῳ οἱ ἄνθρωποι ὑπερηδέως πείθονται Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· ὑπερθ. ὑπερήδιστα, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1.
Greek Monolingual
-υ, Α
γλυκύτατος, πάρα πολύ ευχάριστος.
επίρρ...
ὑπερηδέως Α
με εξαιρετικά μεγάλη ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»].
Greek Monotonic
ὑπέρηδυς: -υ, υπερβολικά γλυκός, σε Λουκ.· επίρρ. -έως, σε Ξεν.· υπερθ. -ήδιστα, σε Λουκ.
Middle Liddell
ὑπέρ-ηδυς, υ,
exceeding sweet, Luc. adv. -έως, Xen.; Sup. -ήδιστα, Luc.