κυνώπης: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kynopis | |Transliteration C=kynopis | ||
|Beta Code=kunw/phs | |Beta Code=kunw/phs | ||
|Definition=κυνώπου, ὁ, ([[ὤψ]]) [[dog-eyed]], i.e. [[shameless one]], Il.1.159:—fem. [[κυνῶπις]], ιδος, ἡ<b class="b3">, ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ</b>', says Helen, Od.4.145, cf. Il.3.180; <b class="b3">κ. εἵνεκα κούρης</b>, of Aphrodite, Od.8.319; of Hera, Il.18.396; of the [[Erinyes]], [[Euripides|E.]] | |Definition=κυνώπου, ὁ, ([[ὤψ]]) [[dog-eyed]], i.e. [[shameless one]], Il.1.159:—fem. [[κυνῶπις]], ιδος, ἡ<b class="b3">, ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ</b>', says Helen, Od.4.145, cf. Il.3.180; <b class="b3">κ. εἵνεκα κούρης</b>, of Aphrodite, Od.8.319; of Hera, Il.18.396; of the [[Erinyes]], [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''260, ''El.''1252; παλλακὴ κ. Cratin.241. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 20:45, 22 March 2024
English (LSJ)
κυνώπου, ὁ, (ὤψ) dog-eyed, i.e. shameless one, Il.1.159:—fem. κυνῶπις, ιδος, ἡ, ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ', says Helen, Od.4.145, cf. Il.3.180; κ. εἵνεκα κούρης, of Aphrodite, Od.8.319; of Hera, Il.18.396; of the Erinyes, E.Or.260, El.1252; παλλακὴ κ. Cratin.241.
French (Bailly abrégé)
voc. κυνῶπα;
adj. m.
aux regards de chien, càd impudent.
Étymologie: κύων, ὤψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνώπης -ου [κύων, ὤψ] vocat. -ῶπα, als adj. met hondenogen, schaamteloos, brutaal.
German (Pape)
ὁ, hundsäugig, d.i. schamlos, frech, unverschämt, voc. κυνῶπα, Il. 1.159.
Russian (Dvoretsky)
κῠνώπης: adj. m (voc. κυνῶπα) бесстыдный как пес Hom.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνώπης: -ου, ὁ, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς κυνός, δηλ. ἀναιδής, Ἰλ. Α. 159· ὡς τὸ κυνὸς ὄμματ’ ἔχων αὐτόθι 225· ― οὕτω θηλ. κῠνῶπις, ιδος, ἡ, εἵνεκ’ ἐμεῖο κυνώπιδος, λέγει ἡ Ἑλένη περὶ ἑαυτῆς, Ἰλ. Γ. 180, Ὀδ. Δ. 145· κυν. εἵνεκα κούρης, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Θ. 319· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 260, Ἠλ. 1252.
English (Autenrieth)
voc. κυνῶπα, and κυνῶπις, ιδος: literally dog-faced, i. e. impudent, shameless.
Spanish
Greek Monolingual
κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια
2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.)
3. το θηλ. ἡ κυνώπις
ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -ωπης (< -ωψ, -ωπος < ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκώπης, κυανώπης].
Greek Monotonic
κῠνώπης: -ου, ὁ (ὤψ), αυτός που έχει μάτια σκύλου, δηλ. ξεδιάντροπος, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως θηλ. κῠνῶπις, -ιδος, ἡ, σε Όμηρ.
Middle Liddell
κῠν-ώπης, ου, ὁ, [ὤψ]
the dog-eyed, i. e. shameless one, Il.:—so fem.κῠνῶπις, ιδος, Hom.
Léxico de magia
ὁ animal con cara de perro ref. prob. a Anubis κατασπείσω τὸ αἷμα τοῦ μέλανος κυνώπου εἰς καινὴν κύθραν ἀσινῆ derramaré la sangre de un cara de perro negro en una bandeja nueva, que no tenga daños P V 266