ἐμποδισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
mNo edit summary
m (Text replacement - "Secund.''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empodismos
|Transliteration C=empodismos
|Beta Code=e)mpodismo/s
|Beta Code=e)mpodismo/s
|Definition=ὁ, [[hindering]], [[impeding]], ταῖς βουλήσεσι Arist.''Rh.''1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.''Top.''161a15; ἡδονῶν Secund.''Sent.''10.
|Definition=ὁ, [[hindering]], [[impeding]], ταῖς βουλήσεσι Arist.''Rh.''1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.''Top.''161a15; ἡδονῶν [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''10.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 22:52, 12 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδισμός Medium diacritics: ἐμποδισμός Low diacritics: εμποδισμός Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: empodismós Transliteration B: empodismos Transliteration C: empodismos Beta Code: e)mpodismo/s

English (LSJ)

ὁ, hindering, impeding, ταῖς βουλήσεσι Arist.Rh.1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.Top.161a15; ἡδονῶν Secund.Sent.10.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
impedimento, obstáculo, complicación, traba ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐμποδισμός ταῖς βουλήσεσιν Arist.Rh.1378b18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1, χωρὶς ἐμποδισμοῦ = sin ninguna traba I.AI 16.173, ὅπου ἡ σπουδή, ἐκεῖ καὶ ὁ ἐμποδισμός Arr.Epict.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un impedimento Iust.Nou.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.Top.161a15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, PTeb.28.2 (II a.C.), Ariston.Il.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐμποδισμός Secund.Sent.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones, Hero Dioptr.27.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, das Verhindern, Hindernis; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d'empêcher.
Étymologie: ἐμποδίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμποδισμός:препятствование, противодействие (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδισμός: ὁ, ἐμπόδισμα, κώλυμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6.

Greek Monolingual

και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός)
εμπόδιση, εμπόδιο
μσν.
1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος
2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).