γνωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(13_6b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0499.png Seite 499]] 1) kenntlich machen, bekannt machen, τί τινι Aesch. Prom. 485; Arist. rhet. 1, 1; pass., Anal. pr. 2, 16; Sp., bes. N. T.; τινά τινι, Jemanden Einem anempfehlen, Plut. Fab. 2; App. Maced. 4; pass., bekannt, berühmt werden, Plut.; γνωριζόμενος. bekannt, Pol. 3, 37, 4 u. öfter. – 2) kennen lernen, erkennen; Soph. O. R. 538; Eur. Alc. 567; ὁ μὴ ἐγνωρικὼς, ὃ ἔστιν ἕκαστον τῶν ὄντων Plat. Phaedr. 262 b, öfter; pass. ἐγνώριστο Rep. IV, 428 a; γνώριζε καὶ ἡμᾶς, erkenne, sieh auch uns als Freunde an, Lach. 181 c; vgl. Rep. III, 402 a; von freundschaftlichem Bekanntsein, kennen, Dem. 35, 6; Plut. Alc. 4; [[οὐκέτι]] γνωρίζομαι πρὸς αὐτῶν Luc. Tim. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0499.png Seite 499]] 1) kenntlich machen, bekannt machen, τί τινι Aesch. Prom. 485; Arist. rhet. 1, 1; pass., Anal. pr. 2, 16; Sp., bes. N. T.; τινά τινι, Jemanden Einem anempfehlen, Plut. Fab. 2; App. Maced. 4; pass., bekannt, berühmt werden, Plut.; γνωριζόμενος. bekannt, Pol. 3, 37, 4 u. öfter. – 2) kennen lernen, erkennen; Soph. O. R. 538; Eur. Alc. 567; ὁ μὴ ἐγνωρικὼς, ὃ ἔστιν ἕκαστον τῶν ὄντων Plat. Phaedr. 262 b, öfter; pass. ἐγνώριστο Rep. IV, 428 a; γνώριζε καὶ ἡμᾶς, erkenne, sieh auch uns als Freunde an, Lach. 181 c; vgl. Rep. III, 402 a; von freundschaftlichem Bekanntsein, kennen, Dem. 35, 6; Plut. Alc. 4; [[οὐκέτι]] γνωρίζομαι πρὸς αὐτῶν Luc. Tim. 5.
}}
{{ls
|lstext='''γνωρίζω''': μέλλ. ἀττ.-ῐῶ· πρκμ. ἐγνώρῐκα Πλάτ. Φαίδρ. 262Β (√ΓΝΟ, γιγνώσκω)· [[κάμνω]] γνωστόν, δεικνύω, ἐξηγοῦμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 487, κ. ἀλλ.·― ἀλλ’ ἡ μεταβατικὴ αὕτη [[σημασία]] κατὰ τὸ πλεῖστον φαίνεται ἐν τῷ παθητικῷ, [[γίνομαι]] [[γνωστός]], Πλάτ. Πολ. 428Α, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 12, 1, κτλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] γνωστόν, τινά τινι Πλούτ. Φαβ. 21. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς τὸ εἰδέναι ἢ ἐγνωκέναι, [[λαμβάνω]] γνῶσίν τινος, [[γίνομαι]] [[γνώριμος]] μέ τινα ἢ μέ τι, [[ἀνακαλύπτω]], μ. μετοχ., [[τοὖργον]] ὡς οὐ γνωριοῖμί σοι... δόλῳ προσέρπον Σοφ. Ο.Τ. 538, πρβλ. Θουκ. 5.103, Μένανδ. Ἀσπ. 8, Πλάτ., κ. άλλ., Ἀριστ. Φυσ. 1. 1, 1, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] γν. [[περί]] τι ἢ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 3, 6., 6.11,13. 2) προσκτῶμαι γνωριμίαν μέ τινα, τινὰ Πλάτ. Λάχ. 181C, Δημ. 924. 28.― Παθ., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ, οἵτινες εἶχον λάβει τὴν γνωριμίαν του, ὁ αὐτ. 925. 5.
}}
}}

Revision as of 11:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωρίζω Medium diacritics: γνωρίζω Low diacritics: γνωρίζω Capitals: ΓΝΩΡΙΖΩ
Transliteration A: gnōrízō Transliteration B: gnōrizō Transliteration C: gnorizo Beta Code: gnwri/zw

English (LSJ)

fut.Att.-ῐῶ: pf.

   A ἐγνώρικα Pl.Phdr.262b:—make known, point out, A.Pr.487, LXX 1 Ki.10.8, al., Ep.Rom.0.22:—in this sense mostly Pass., become known, Pl.R.428a, Arist.APr.64b35; τὰ γνωριζόμενα μέρη τῆς οἰκουμένης Plb.2.37.4.    2 c. acc. pers., make known, τινά τινι Plu.Fab.21; commend, τινὰ τῇ βουλῇ ἰσχυρῶς App. Mac.9.6.    3 certify a person's identity, BGU581.13 (ii A. D.), POxy. 1024.18 (ii A. D.).    II gain knowledge of, become acquainted with, discover, c. part., τοὔργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σου τόδε δόλῳ προσέρπον S. OT538; τὰ καλὰ γ. οἱ εὐφυέες πρὸς αὐτά Democr.56, cf. E.Alc.564, Th.7.44, Arist.Ph.184a12:—Pass., Th.5.103, Men.72; γ. περί τι or περί τινος Arist.Metaph.1005b8, 1037a16.    2 become acquainted with, τινά Pl.La.181c, D.35.6; τινὰς ὁποῖοί τινές εἰσι Isoc.2.28:— Pass., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ being made acquainted with him, ibid.; πρός τινος Luc.Tim.5.

German (Pape)

[Seite 499] 1) kenntlich machen, bekannt machen, τί τινι Aesch. Prom. 485; Arist. rhet. 1, 1; pass., Anal. pr. 2, 16; Sp., bes. N. T.; τινά τινι, Jemanden Einem anempfehlen, Plut. Fab. 2; App. Maced. 4; pass., bekannt, berühmt werden, Plut.; γνωριζόμενος. bekannt, Pol. 3, 37, 4 u. öfter. – 2) kennen lernen, erkennen; Soph. O. R. 538; Eur. Alc. 567; ὁ μὴ ἐγνωρικὼς, ὃ ἔστιν ἕκαστον τῶν ὄντων Plat. Phaedr. 262 b, öfter; pass. ἐγνώριστο Rep. IV, 428 a; γνώριζε καὶ ἡμᾶς, erkenne, sieh auch uns als Freunde an, Lach. 181 c; vgl. Rep. III, 402 a; von freundschaftlichem Bekanntsein, kennen, Dem. 35, 6; Plut. Alc. 4; οὐκέτι γνωρίζομαι πρὸς αὐτῶν Luc. Tim. 5.

Greek (Liddell-Scott)

γνωρίζω: μέλλ. ἀττ.-ῐῶ· πρκμ. ἐγνώρῐκα Πλάτ. Φαίδρ. 262Β (√ΓΝΟ, γιγνώσκω)· κάμνω γνωστόν, δεικνύω, ἐξηγοῦμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 487, κ. ἀλλ.·― ἀλλ’ ἡ μεταβατικὴ αὕτη σημασία κατὰ τὸ πλεῖστον φαίνεται ἐν τῷ παθητικῷ, γίνομαι γνωστός, Πλάτ. Πολ. 428Α, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 2. 12, 1, κτλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω γνωστόν, τινά τινι Πλούτ. Φαβ. 21. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς τὸ εἰδέναι ἢ ἐγνωκέναι, λαμβάνω γνῶσίν τινος, γίνομαι γνώριμος μέ τινα ἢ μέ τι, ἀνακαλύπτω, μ. μετοχ., τοὖργον ὡς οὐ γνωριοῖμί σοι... δόλῳ προσέρπον Σοφ. Ο.Τ. 538, πρβλ. Θουκ. 5.103, Μένανδ. Ἀσπ. 8, Πλάτ., κ. άλλ., Ἀριστ. Φυσ. 1. 1, 1, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως γν. περί τι ἢ περί τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 3, 6., 6.11,13. 2) προσκτῶμαι γνωριμίαν μέ τινα, τινὰ Πλάτ. Λάχ. 181C, Δημ. 924. 28.― Παθ., ἐγνωρισμένοι αὐτῷ, οἵτινες εἶχον λάβει τὴν γνωριμίαν του, ὁ αὐτ. 925. 5.