μωρός: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(13_6b)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0226.png Seite 226]] att. μῶρος, vgl. Arcad. 96, 13, Eust. u. A., eigtl. stumpf, träge, stumpfsinnig, daher übh.<b class="b2"> dumm, thöricht, einfältig</b>; Aesch. frg. 298; οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος, ὃς [[θανεῖν]] ἐρᾷ, Soph. Ant. 220, u. öfter von Menschen; aber auch von Sachen, οὐχὶ μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου, O. R. 540; μῶρά μοι δοκεῖς φρονεῖν, Ai. 591; τὸ [[μῶρον]], die Thorheit, Eur. Hipp. 966 u. öfter; Plat. Lach. 197 a Legg. IX, 857 d; τοῦτο μωρότατον πεποιήκασιν, Xen. An. 3, 2, 13; N. T.; im Ggstz von [[φρόνιμος]], Luc. u. Plut.; auch von Sinneneindrücken, bes. fade von Geschmack, Diosc. – Das adv. tadelt Poll. 5, 121; Xen. An. 7, 6, 21 schreibt Krüger οὕτω μωρὸς ἐξαπατώμενος. (Die Ableitung der Alten von μὴ ὁρᾶν ist unwahrscheinlich.)
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0226.png Seite 226]] att. μῶρος, vgl. Arcad. 96, 13, Eust. u. A., eigtl. stumpf, träge, stumpfsinnig, daher übh.<b class="b2"> dumm, thöricht, einfältig</b>; Aesch. frg. 298; οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος, ὃς [[θανεῖν]] ἐρᾷ, Soph. Ant. 220, u. öfter von Menschen; aber auch von Sachen, οὐχὶ μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου, O. R. 540; μῶρά μοι δοκεῖς φρονεῖν, Ai. 591; τὸ [[μῶρον]], die Thorheit, Eur. Hipp. 966 u. öfter; Plat. Lach. 197 a Legg. IX, 857 d; τοῦτο μωρότατον πεποιήκασιν, Xen. An. 3, 2, 13; N. T.; im Ggstz von [[φρόνιμος]], Luc. u. Plut.; auch von Sinneneindrücken, bes. fade von Geschmack, Diosc. – Das adv. tadelt Poll. 5, 121; Xen. An. 7, 6, 21 schreibt Krüger οὕτω μωρὸς ἐξαπατώμενος. (Die Ableitung der Alten von μὴ ὁρᾶν ist unwahrscheinlich.)
}}
{{ls
|lstext='''μωρός''': -ά, -όν, Ἀττ. μῶρος (Ἀρκάδ. 69. 13), μῶρος ὡς θηλ., Εὐρ. Μήδ. 60· ― [[κυρίως]] [[νωθρός]], [[ἀμβλύς]], ἄτονος, ἐπὶ τῶν νεύρων, Ἱππ. 232. 25· χειμῶνος ἀρχομένου μ. γίνονται οἱ ἐργάται τῶν σφηκῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 4. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, [[ἀμβλύς]], [[νωθρός]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], Σιμωνίδ. 6. 7, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 303· ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀντ. 220, 470, κτλ.· ― τὸ [[μωρόν]], [[μωρία]], [[ἀνοησία]], Εὐρ. Ἱππ. 966. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, Σοφ. Ο. Τ. 540, κτλ.· μῶρα φρονεῖν, φωνεῖν, δρᾶν, λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 594, ἐν Ο. Τ. 433, ἐν Ἀντ. 469, Εὐρ. Βάκχ. 369· βουλεύεσθαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 474. 2) ἐπὶ γεύσεως, [[ἀνούσιος]], [[ἄνοστος]], Λατ. fatuus, Κωμικ. Ἀνών. 220, Διοσκ. 4. 19. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. μώρως καὶ -ρῶς, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, εὐήθως, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 21, [[Πολυδ]]. Ε΄, 121, κλ. (Ἐντεῦθεν: [[μωρία]], [[μωραίνω]], [[μωρόομαι]]· πρβλ. Λατιν. morus, morio, morosus· ὁ Pictet παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ τῶν Βεδῶν mûras (stultus)).
}}
}}

Revision as of 11:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρός Medium diacritics: μωρός Low diacritics: μωρός Capitals: ΜΩΡΟΣ
Transliteration A: mōrós Transliteration B: mōros Transliteration C: moros Beta Code: mwro/s

English (LSJ)

ά, όν, Att. μῶρος Hdn.Gr.1.192: μῶρος as fem., E.Med.61, but acc.

   A μῶραν Herod.5.17 (s. v.l.):—dull, sluggish, of the nerves, Hp.Genit.2; χειμῶνος ἀρχομένου μ. γίνονται οἱ ἐργάται [τῶν σφηκῶν] Arist.HA628a6.    2 of persons, dull, stupid, μωροῦ φωτὸς ἅδε βουλά Simon.57.6, cf. S.Ant.220, 470, Isoc.5.94, LXXSi.18.18, al., Ev.Matt.7.26, etc.: Comp. in prov., μωρότερος Μορύχου Sophr.74: Sup., X.An.3.2.22.    b in a religious sense, λαὸς μ. καὶ ἀκάρδιος LXXJe.5.21,al.    3 of things, δέδοικα μῶρον πυραύστου μόρον A.Fr.288; μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου S.OT540; τὸ μ. folly, E.Hipp. 966; τὸ μ. τοῦ θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί 1 Ep.Cor.1.25; μῶρα φρονεῖν, φωνεῖν, δρᾶν, S.Aj.594, OT433, Ant.469; μῶρα . . μῶρος λέγει E.Ba.369, cf. LXXIs.32.6; μ. βουλεύεσθαι Ar.Ec.474.    b μ. ἀνάγκη blind necessity, Epicur.Nat.101 G.    4 of taste, insipid, flat, Com. Adesp.596, Diocl.Fr.138, Dsc.4.19.    II Adv. -ρως X.An.7.6.21. (Cf. Skt. mūrás 'idiot'.)

German (Pape)

[Seite 226] att. μῶρος, vgl. Arcad. 96, 13, Eust. u. A., eigtl. stumpf, träge, stumpfsinnig, daher übh. dumm, thöricht, einfältig; Aesch. frg. 298; οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος, ὃς θανεῖν ἐρᾷ, Soph. Ant. 220, u. öfter von Menschen; aber auch von Sachen, οὐχὶ μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου, O. R. 540; μῶρά μοι δοκεῖς φρονεῖν, Ai. 591; τὸ μῶρον, die Thorheit, Eur. Hipp. 966 u. öfter; Plat. Lach. 197 a Legg. IX, 857 d; τοῦτο μωρότατον πεποιήκασιν, Xen. An. 3, 2, 13; N. T.; im Ggstz von φρόνιμος, Luc. u. Plut.; auch von Sinneneindrücken, bes. fade von Geschmack, Diosc. – Das adv. tadelt Poll. 5, 121; Xen. An. 7, 6, 21 schreibt Krüger οὕτω μωρὸς ἐξαπατώμενος. (Die Ableitung der Alten von μὴ ὁρᾶν ist unwahrscheinlich.)

Greek (Liddell-Scott)

μωρός: -ά, -όν, Ἀττ. μῶρος (Ἀρκάδ. 69. 13), μῶρος ὡς θηλ., Εὐρ. Μήδ. 60· ― κυρίως νωθρός, ἀμβλύς, ἄτονος, ἐπὶ τῶν νεύρων, Ἱππ. 232. 25· χειμῶνος ἀρχομένου μ. γίνονται οἱ ἐργάται τῶν σφηκῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 4. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἀμβλύς, νωθρός, ἀνόητος, ἄφρων, Σιμωνίδ. 6. 7, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 303· ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀντ. 220, 470, κτλ.· ― τὸ μωρόν, μωρία, ἀνοησία, Εὐρ. Ἱππ. 966. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, Σοφ. Ο. Τ. 540, κτλ.· μῶρα φρονεῖν, φωνεῖν, δρᾶν, λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 594, ἐν Ο. Τ. 433, ἐν Ἀντ. 469, Εὐρ. Βάκχ. 369· βουλεύεσθαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 474. 2) ἐπὶ γεύσεως, ἀνούσιος, ἄνοστος, Λατ. fatuus, Κωμικ. Ἀνών. 220, Διοσκ. 4. 19. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. μώρως καὶ -ρῶς, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, εὐήθως, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 21, Πολυδ. Ε΄, 121, κλ. (Ἐντεῦθεν: μωρία, μωραίνω, μωρόομαι· πρβλ. Λατιν. morus, morio, morosus· ὁ Pictet παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ τῶν Βεδῶν mûras (stultus)).