μύσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
(c2)
 
(26)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] att. [[μύττω]], als simplex nur noch bei den Gramm. vorkommend, schneuzen, s. die Compp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] att. [[μύττω]], als simplex nur noch bei den Gramm. vorkommend, schneuzen, s. die Compp.
}}
{{grml
|mltxt=[[αναστενάζω]], [[βογγώ]], [[αγκομαχώ]] («για να δω, και για να βρω εκείνον [[οπού]] μύσσει», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μύσσω]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μύζω]] (ΙΙ) «[[στενάζω]], [[βογγώ]]» σχηματίστηκε [[κατά]] τα ρ. σε -<i>σσω</i> (<b>πρβλ.</b> [[τρομάζω]]-[[τρομάσσω]], [[σταλάζω]]-[[σταλάσσω]], [[ρημάζω]]- <i>ρημάσσω</i>), δοθέντος ότι ο [[αόριστος]] και στους δύο τύπους ρημάτων σε -<i>σσω</i> και σε -<i>ζω</i> σχηματίζεται σε -<i>ξα</i>. Συνέβη [[επίσης]] και το αντίστροφο: από ρήματα σε -<i>σσω</i> σχηματίστηκαν ρήματα σε -<i>ζω</i> για τον ίδιο ακριβώς λόγο (<b>πρβλ.</b> [[φράσσω]] -[[φράζω]], <i>συνάσσω</i>-[[συνάζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 223] att. μύττω, als simplex nur noch bei den Gramm. vorkommend, schneuzen, s. die Compp.

Greek Monolingual

αναστενάζω, βογγώ, αγκομαχώ («για να δω, και για να βρω εκείνον οπού μύσσει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύσσω < αρχ. μύζω (ΙΙ) «στενάζω, βογγώ» σχηματίστηκε κατά τα ρ. σε -σσω (πρβλ. τρομάζω-τρομάσσω, σταλάζω-σταλάσσω, ρημάζω- ρημάσσω), δοθέντος ότι ο αόριστος και στους δύο τύπους ρημάτων σε -σσω και σε -ζω σχηματίζεται σε -ξα. Συνέβη επίσης και το αντίστροφο: από ρήματα σε -σσω σχηματίστηκαν ρήματα σε -ζω για τον ίδιο ακριβώς λόγο (πρβλ. φράσσω -φράζω, συνάσσω-συνάζω)].