ὑποκάπνισμα: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
mNo edit summary |
m (Text replacement - "ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός;" to "ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός;") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[fumigation]]=== | |trtx====[[fumigation]]=== | ||
Catalan: fumigació; Greek: [[υποκαπνισμός]], [[καπνισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποθείωσις]], [[ἀποκαπνισμός]], [[ἐγκάπνισμα]], [[θυμίαμα]], [[θυμίασις]], [[περιθείωμα]], [[περιθείωσις]], [[ὑπατμισμός]], [[ὑποθυμίαμα]], [[ὑποθυμίασις]], [[ὑποθυμίησις]], [[ὑποκάπνισμα]], [[ὑποκαπνισμός]]; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: [[suffitio]], [[fumigatio]]; Persian: تدخین; Portuguese: [[fumigação]]; Spanish: [[fumigación]]; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw | Catalan: fumigació; Greek: [[υποκαπνισμός]], [[καπνισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποθείωσις]], [[ἀποκαπνισμός]], [[ἐγκάπνισμα]], [[θυμίαμα]], [[θυμίημα]], [[θυμίασις]], [[περιθείωμα]], [[περιθείωσις]], [[ὑπατμισμός]], [[ὑποθυμίαμα]], [[ὑποθυμίημα]], [[ὑποθυμίασις]], [[ὑποθυμίησις]], [[ὑποκάπνισμα]], [[ὑποκαπνισμός]]; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: [[suffitio]], [[fumigatio]]; Persian: تدخین; Portuguese: [[fumigação]]; Spanish: [[fumigación]]; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:14, 7 November 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, that with which one fumigates, Alex. Trall.5.4.
German (Pape)
[Seite 1219] τό, Räuchermittel, Alex. Trall.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκάπνισμα: τό, τὸ πρὸς ὑποκάπνισμα ὑποκαιόμενον, Ἀλέξ. Τραλλ. 5. 261.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, ΜΑ ὑποκαπνίζω
η καιόμενη ύλη κατά τον υποκαπνισμό
μσν.
υποκαπνισμός.
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw