ἄξενος: Difference between revisions
(13_5) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0269.png Seite 269]] ion. u. poet. [[ἄξεινος]], nicht gastfreundlich, unfreundlich gegen Fremde, Hes. O. 713; καὶ [[ἄγριος]] Plat. Soph. 217 e. Auch von Ländern und Meeren, unwirthbar, [[ὅρμος]] Soph. Phil. 217; oft Eur.; Strab. Nach Hesych. auch: der keinen Gastfreund hat, der ihn bewirthen kann. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0269.png Seite 269]] ion. u. poet. [[ἄξεινος]], nicht gastfreundlich, unfreundlich gegen Fremde, Hes. O. 713; καὶ [[ἄγριος]] Plat. Soph. 217 e. Auch von Ländern und Meeren, unwirthbar, [[ὅρμος]] Soph. Phil. 217; oft Eur.; Strab. Nach Hesych. auch: der keinen Gastfreund hat, der ihn bewirthen kann. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄξενος''': Ἰων. καὶ ποιητ. [[ἄξεινος]], ον, ἀφιλόξενος, ἐπὶ προσώπων, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ πολύξεινος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 713· ἀνὴρ ξένοισιν ἄξ. Εὐρ. παρὰ Στοβ. 621. 4· ἄξ. καὶ ἄγριον Πλάτ. Σοφ. 217Ε: ἐπὶ τόπων, [[ὅρμος]] Σοφ. Φ. 217· γῆ, [[στέγη]] Εὐρ. Ι. Τ. 94, Κύκλ. 91: ― Συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ώτερος, -ώτατος. ὁ αὐτ. Ἄλκ. 556, Μήδ. 1264. ΙΙ. Ἄξεινος (ἐνν. [[πόντος]]) ὁ [[μετὰ]] [[ταῦτα]] κληθεὶς Εὔξεινος (Euxeinus qui nunc Axenus ille fait, Ὀβ.), Πινδ. Π. 4. 362· Ἄξενος ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 794· καὶ [[μετὰ]] τῶν οὐσιαστ. [[πόρος]], [[πόντος]] [[ἄξενος]] Εὐρ. Ι. Τ. 253, 341: ― πρβλ. ἐπιδρομή, [[συμπληγάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. and poet. ἄξεινος, ον,
A inhospitable, of persons, opp. πολύξεινος, Hes. Op.715; ἀνὴρ ξένοισιν ἄ. E.Fr.736; ἄ. καὶ ἄγριον Pl.Sph.217e; of places, ὅρμος S.Ph.217 (lyr.); γῆ, στέγη, E.IT94, Cyc.91: Comp. and Sup. -ώτερος, -ώτατος, Id.Alc.556, Med.1264. II Ἄξεινος (sc. πόντος) the Axine, afterwds. called the Euxine, Pi.P.4.203, E. Andr.793 (lyr.); in full, πόρος, πόντος Ἄ., Id.IT253,341.
German (Pape)
[Seite 269] ion. u. poet. ἄξεινος, nicht gastfreundlich, unfreundlich gegen Fremde, Hes. O. 713; καὶ ἄγριος Plat. Soph. 217 e. Auch von Ländern und Meeren, unwirthbar, ὅρμος Soph. Phil. 217; oft Eur.; Strab. Nach Hesych. auch: der keinen Gastfreund hat, der ihn bewirthen kann.
Greek (Liddell-Scott)
ἄξενος: Ἰων. καὶ ποιητ. ἄξεινος, ον, ἀφιλόξενος, ἐπὶ προσώπων, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ πολύξεινος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 713· ἀνὴρ ξένοισιν ἄξ. Εὐρ. παρὰ Στοβ. 621. 4· ἄξ. καὶ ἄγριον Πλάτ. Σοφ. 217Ε: ἐπὶ τόπων, ὅρμος Σοφ. Φ. 217· γῆ, στέγη Εὐρ. Ι. Τ. 94, Κύκλ. 91: ― Συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ώτερος, -ώτατος. ὁ αὐτ. Ἄλκ. 556, Μήδ. 1264. ΙΙ. Ἄξεινος (ἐνν. πόντος) ὁ μετὰ ταῦτα κληθεὶς Εὔξεινος (Euxeinus qui nunc Axenus ille fait, Ὀβ.), Πινδ. Π. 4. 362· Ἄξενος ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 794· καὶ μετὰ τῶν οὐσιαστ. πόρος, πόντος ἄξενος Εὐρ. Ι. Τ. 253, 341: ― πρβλ. ἐπιδρομή, συμπληγάς.