ἐπιμόριος: Difference between revisions
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
(13_5) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] das Ganze u. einen Theil desselben enthaltend, um einen Theil größer, Nicom. arithm. 1, 19; [[λόγος]], das Zahlenverhältniß, worin die eine Zahl um einen bestimmten Theil größer ist als die andere, 3: 4, 8: 10, [[οὔτε]] γὰρ ἐπιμόριοι [[οὔτε]] πολλαπλάσιοι, Arist. probl. 19, 41. – Adv. ἐπιμορίως, Nicom. arithm. 2, 20. Vgl. [[ἐπιμερής]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] das Ganze u. einen Theil desselben enthaltend, um einen Theil größer, Nicom. arithm. 1, 19; [[λόγος]], das Zahlenverhältniß, worin die eine Zahl um einen bestimmten Theil größer ist als die andere, 3: 4, 8: 10, [[οὔτε]] γὰρ ἐπιμόριοι [[οὔτε]] πολλαπλάσιοι, Arist. probl. 19, 41. – Adv. ἐπιμορίως, Nicom. arithm. 2, 20. Vgl. [[ἐπιμερής]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιμόριος''': -ον, ([[μόριον]]) περιέχων τὸ ὅλον καὶ [[κλάσμα]] ἔχον ὡς ἀριθμητὴν τὴν μονάδα, 1+1/χ: ἐπ. [[λόγος]], ὁ [[λόγος]] καθ’ ὃν ἀριθμός τις περιέχει ἕτερον καὶ [[κλάσμα]] τι [[αὐτοῦ]], Ἀριστ. Προβλ. 19. 41· [[ὡσαύτως]], ἐπιμόριον, τό, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 3· πρβλ. [[ἐπίτριτος]]. ― Ἐπίρρ. -ίως, Νικομ. Ἀριθμ. 2. 20· ― περὶ ἰδιαιτέρων παραδειγμάτων ἴδε [[ἐπίτριτος]], [[ἐπιτέταρτος]]. ― Ἂν δὲ ὁ ἀριθμητὴς συμβῇ νὰ [[εἶναι]] μείζων τῆς μονάδος, [[οἷον]] 1+2/χ, 1+3/χ, κλ. ὁ [[λόγος]] καλεῖται ἐπιμερὴς [[λόγος]], Νικόμ., Ἰάμβλ., Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (μόριον)
A containing a whole + a fraction with 1 for its numerator (1+1/x), superparticular, ἐ. [ἀριθμοί] Arist.Pr. 921b5; λόγοι Ph.2.183 (v.l. for ὑποεπιμερῶν), Plu.in Hes.59; of the rhythm of the pulse, Gal.8.516; also ἐπιμόριον, τό, Arist.Metaph. 1021a2. Adv. -ίως Nicom.Ar.2.20; opp. ἐπιμερής (q.v.), ib.1.20; τῶν ἀριθμῶν οἱ μὲν ἐν πολλαπλασίῳ λόγῳ λέγονται, οἱ δὲ ἐν ἐπιμορίῳ, οἱ δὲ ἐν ἐπιμερεῖ Euc.Sect.Can.Praef., cf. Theo Sm.p.76H.
German (Pape)
[Seite 964] das Ganze u. einen Theil desselben enthaltend, um einen Theil größer, Nicom. arithm. 1, 19; λόγος, das Zahlenverhältniß, worin die eine Zahl um einen bestimmten Theil größer ist als die andere, 3: 4, 8: 10, οὔτε γὰρ ἐπιμόριοι οὔτε πολλαπλάσιοι, Arist. probl. 19, 41. – Adv. ἐπιμορίως, Nicom. arithm. 2, 20. Vgl. ἐπιμερής.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμόριος: -ον, (μόριον) περιέχων τὸ ὅλον καὶ κλάσμα ἔχον ὡς ἀριθμητὴν τὴν μονάδα, 1+1/χ: ἐπ. λόγος, ὁ λόγος καθ’ ὃν ἀριθμός τις περιέχει ἕτερον καὶ κλάσμα τι αὐτοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 41· ὡσαύτως, ἐπιμόριον, τό, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 3· πρβλ. ἐπίτριτος. ― Ἐπίρρ. -ίως, Νικομ. Ἀριθμ. 2. 20· ― περὶ ἰδιαιτέρων παραδειγμάτων ἴδε ἐπίτριτος, ἐπιτέταρτος. ― Ἂν δὲ ὁ ἀριθμητὴς συμβῇ νὰ εἶναι μείζων τῆς μονάδος, οἷον 1+2/χ, 1+3/χ, κλ. ὁ λόγος καλεῖται ἐπιμερὴς λόγος, Νικόμ., Ἰάμβλ., Ἡσύχ.