φλογμός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(13_3)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] ὁ, das Brennen, die Entzündung; ὀμματοστερὴς φυτῶν Aesch. Eum. 900; [[Διός]], der Blitz, Eur. Suppl. 856; Hippocr. u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] ὁ, das Brennen, die Entzündung; ὀμματοστερὴς φυτῶν Aesch. Eum. 900; [[Διός]], der Blitz, Eur. Suppl. 856; Hippocr. u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 1.
}}
{{ls
|lstext='''φλογμός''': ὁ, [[φλόξ]], [[λάμψις]], [[οἷον]] ἀστραπῆς, φλ. [[ὥστε]] Διὸς Εὐρ. Ἑλ. 1162· πυρὸς φλ. ὁ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 831, πρβλ. 1019, ἐν Ἑκ. 74· [[πυρώδης]] [[θερμότης]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 940· ἐπὶ τῆς καιούσης λάβας, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 33 ― ἐν τῷ πληθ., Ἐρατοσθ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Σ. 468. 2) [[φλόγωσις]], [[φλεγμονή]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, πρβλ. 908F, κ. ἀλλ.· [[πυρετώδης]] [[θερμότης]], Λουκιαν. Περεγρ. 44. 3) μεταφορ., ἡ [[θέρμη]] τῆς ὀργῆς, ἢ τοῦ πάθους, Φίλων, Βυζ.
}}
}}

Revision as of 09:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογμός Medium diacritics: φλογμός Low diacritics: φλογμός Capitals: ΦΛΟΓΜΟΣ
Transliteration A: phlogmós Transliteration B: phlogmos Transliteration C: flogmos Beta Code: flogmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A flame, blaze, as of lightning, πυρὸς φ. ὁ Διός E. Supp. 831 (lyr.), cf. 1019 (lyr.), Hec.474 (lyr.), f.l. in Hel.1162 (lyr.); fiery heat, A.Eu.940 (lyr.); of burning lava, Arist.Mu.400b4: of the funeral pyre, prob. in Supp.Epigr.4.719 (Bithynia); pl., Eratosth. ap. Sch.Il.18.468.    b fire, Ph.1.118.    2 inflammation, Hipp.VM19, VC15, al.; feverish heat, Luc.Peregr.44.    3 metaph., heat of passion, Ph.1.166,238.

German (Pape)

[Seite 1292] ὁ, das Brennen, die Entzündung; ὀμματοστερὴς φυτῶν Aesch. Eum. 900; Διός, der Blitz, Eur. Suppl. 856; Hippocr. u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 1.

Greek (Liddell-Scott)

φλογμός: ὁ, φλόξ, λάμψις, οἷον ἀστραπῆς, φλ. ὥστε Διὸς Εὐρ. Ἑλ. 1162· πυρὸς φλ. ὁ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 831, πρβλ. 1019, ἐν Ἑκ. 74· πυρώδης θερμότης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940· ἐπὶ τῆς καιούσης λάβας, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 33 ― ἐν τῷ πληθ., Ἐρατοσθ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Σ. 468. 2) φλόγωσις, φλεγμονή, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, πρβλ. 908F, κ. ἀλλ.· πυρετώδης θερμότης, Λουκιαν. Περεγρ. 44. 3) μεταφορ., ἡ θέρμη τῆς ὀργῆς, ἢ τοῦ πάθους, Φίλων, Βυζ.