πωλητής: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(13_4)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] ὁ, 1) der Verkäufer. – 2) der Verpachtende. In Athen diejenigen, welche die Staatsgefälle und öffentlichen Abgaben an den Meistbietenden zu verpachten hatten, zehn Männer, s. Böckh's Staatshh. I p. 167; Antipho 6, 49; Dem. 25, 58; vgl. Harpocrat.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] ὁ, 1) der Verkäufer. – 2) der Verpachtende. In Athen diejenigen, welche die Staatsgefälle und öffentlichen Abgaben an den Meistbietenden zu verpachten hatten, zehn Männer, s. Böckh's Staatshh. I p. 167; Antipho 6, 49; Dem. 25, 58; vgl. Harpocrat.
}}
{{ls
|lstext='''πωλητής''': -οῦ, ὁ, ὁ πωλῶν· ἐν Ἀθήναις οἱ πωληταὶ ἦσαν [[δέκα]] ἄρχοντες [[ὥσπερ]] οἱ ἐν Ρώμῃ τιμηταὶ ἐκμισθοῦντες (locabant) τοὺς φόρους καὶ ἄλλας τῶν δημοσίων προσόδων εἰς τὸν [[πλείω]] προσφέροντα· οἱ αὐτοὶ ἐπώλουν καὶ τὴν δημευομένην περιουσίαν, Ἀντιφῶν 147. 13, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. κεφ. ΜΖ´, 2, σ. 67 Blass, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Φώτ., [[Πολυδ]]. Η´, 99: [[ὡσαύτως]] δὲ ἐπώλουν καὶ τοὺς μετοίκους ὅσοι δὲν ἐπλήρωνον τὸ [[μετοίκιον]] αὐτῶν, κάλει δέ μοι πρῶτον πάντων τὸν τῆς Ζωβίας προστάτην… καὶ τοὺς πωλητάς, πρὸς οὓς ἀπήγαγεν αὐτὴν Δημ. 788. 6. ΙΙ. ἐν Ἐπιδάμνῳ, ὁ ἄρχων [[ὅστις]] ἐκανόνιζε τὰς ἐμπορικὰς ὑποθέσεις τῆς πόλεως [[μετὰ]] τῶν γειτνιαζόντων βαρβάρων, Πλούτ. 2. 297F.
}}
}}

Revision as of 09:32, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλητής Medium diacritics: πωλητής Low diacritics: πωλητής Capitals: ΠΩΛΗΤΗΣ
Transliteration A: pōlētḗs Transliteration B: pōlētēs Transliteration C: politis Beta Code: pwlhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, prop.

   A seller, Plu.Galb.24: but,    2 at Athens and elsewhere, officials who farmed out taxes and other revenues, sold confiscated property, and entered into contracts for public works, IG12.36.7, al., Antipho 6.49, Arist.Ath.7.3, 47.2; also at Rhodes, SIG581.97 (ii B.C.); τοὶ π. μισθωσάντω ἀναγράψαι τὸ ψάφισμα ib.398.49 (Cos, iii B.C.); they also sold up the metics who failed to pay their tax, D.25.58.    3 at Epidamnus, an official who regulated commercial dealings with the neighbouring barbarians, Plu.2.297f.

German (Pape)

[Seite 827] ὁ, 1) der Verkäufer. – 2) der Verpachtende. In Athen diejenigen, welche die Staatsgefälle und öffentlichen Abgaben an den Meistbietenden zu verpachten hatten, zehn Männer, s. Böckh's Staatshh. I p. 167; Antipho 6, 49; Dem. 25, 58; vgl. Harpocrat.

Greek (Liddell-Scott)

πωλητής: -οῦ, ὁ, ὁ πωλῶν· ἐν Ἀθήναις οἱ πωληταὶ ἦσαν δέκα ἄρχοντες ὥσπερ οἱ ἐν Ρώμῃ τιμηταὶ ἐκμισθοῦντες (locabant) τοὺς φόρους καὶ ἄλλας τῶν δημοσίων προσόδων εἰς τὸν πλείω προσφέροντα· οἱ αὐτοὶ ἐπώλουν καὶ τὴν δημευομένην περιουσίαν, Ἀντιφῶν 147. 13, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. κεφ. ΜΖ´, 2, σ. 67 Blass, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Φώτ., Πολυδ. Η´, 99: ὡσαύτως δὲ ἐπώλουν καὶ τοὺς μετοίκους ὅσοι δὲν ἐπλήρωνον τὸ μετοίκιον αὐτῶν, κάλει δέ μοι πρῶτον πάντων τὸν τῆς Ζωβίας προστάτην… καὶ τοὺς πωλητάς, πρὸς οὓς ἀπήγαγεν αὐτὴν Δημ. 788. 6. ΙΙ. ἐν Ἐπιδάμνῳ, ὁ ἄρχων ὅστις ἐκανόνιζε τὰς ἐμπορικὰς ὑποθέσεις τῆς πόλεως μετὰ τῶν γειτνιαζόντων βαρβάρων, Πλούτ. 2. 297F.