κύτος: Difference between revisions
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(13_7_1) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1539.png Seite 1539]] τό, übh. was Etwas in sich faßt, aufnimmt, κύω, <b class="b2">Höhlung, Raum, Wölbung</b>; von der Schildwölbung, περίδρομον [[κύτος]] κοιλογάστορος κύκλου Aesch. Spt. 477; Gefäß, Urne, τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει Ag. 790, vgl. 313; σμικρὸς προσήκεις [[ὄγκος]] ἐν σμικρῷ κύτει, Aschenurne, Soph. El. 1131; τρίποδος ἐν κοίλῳ κύτει Eur. Suppl. 1201; πλεκτόν Ion 37, λέβητος Cycl. 398; θώρακος Ar. Par 1224; τῆς κοιλίας, Bauchhöhle, Hices. bei Ath. III, 87 d; sp. D., γαστρός Nic. Al. 123 u. A.; πλαγκτὸν νηὸς [[κύτος]], der Schiffsbauch, Antiphan. 6 (IX, 84), wie Archimel. 1 (App. 15); vgl. Pol. 16, 3, 4; – in Prosa; τὸ τῆς κεφαλῆς [[κύτος]] Plat. Tim. 45 a; θώρακος, Brusthöhle, 69 e; vgl. Arist. H. A. 1, 7; D. Sic. 1, 35; – Achaeus bei Ath. X, 414 d sagt auch ποδῶν [[κύτος]] χρίουσιν; – auch τὸ τῆς ψυχῆς [[ἅπαν]] [[κύτος]], der ganze Umfang der Seele, das Ganze der Seele, Plat. Tim. 44 a; ὡς αὐτῆς τῆς πόλεως οὔσης τοῦ κύτους Legg. XII, 964 e, womit Pol. 5, 29, 8 zu vgl., wo τὸ [[σύμπαν]] τῆς πόλεως [[κύτος]] τείχεσιν ἠσφάλιστο im Ggstz von [[προάστειον]] gesagt ist. – Lycophr. braucht es für Fell, 1316. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1539.png Seite 1539]] τό, übh. was Etwas in sich faßt, aufnimmt, κύω, <b class="b2">Höhlung, Raum, Wölbung</b>; von der Schildwölbung, περίδρομον [[κύτος]] κοιλογάστορος κύκλου Aesch. Spt. 477; Gefäß, Urne, τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει Ag. 790, vgl. 313; σμικρὸς προσήκεις [[ὄγκος]] ἐν σμικρῷ κύτει, Aschenurne, Soph. El. 1131; τρίποδος ἐν κοίλῳ κύτει Eur. Suppl. 1201; πλεκτόν Ion 37, λέβητος Cycl. 398; θώρακος Ar. Par 1224; τῆς κοιλίας, Bauchhöhle, Hices. bei Ath. III, 87 d; sp. D., γαστρός Nic. Al. 123 u. A.; πλαγκτὸν νηὸς [[κύτος]], der Schiffsbauch, Antiphan. 6 (IX, 84), wie Archimel. 1 (App. 15); vgl. Pol. 16, 3, 4; – in Prosa; τὸ τῆς κεφαλῆς [[κύτος]] Plat. Tim. 45 a; θώρακος, Brusthöhle, 69 e; vgl. Arist. H. A. 1, 7; D. Sic. 1, 35; – Achaeus bei Ath. X, 414 d sagt auch ποδῶν [[κύτος]] χρίουσιν; – auch τὸ τῆς ψυχῆς [[ἅπαν]] [[κύτος]], der ganze Umfang der Seele, das Ganze der Seele, Plat. Tim. 44 a; ὡς αὐτῆς τῆς πόλεως οὔσης τοῦ κύτους Legg. XII, 964 e, womit Pol. 5, 29, 8 zu vgl., wo τὸ [[σύμπαν]] τῆς πόλεως [[κύτος]] τείχεσιν ἠσφάλιστο im Ggstz von [[προάστειον]] gesagt ist. – Lycophr. braucht es für Fell, 1316. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κύτος''': ῠ, -εος, τό, (κύω)· ― [[κοίλωμα]], [[κοιλότης]], κοιλογάστορος κύκλου, ἐπὶ τῆς ἀσπίδος, Αἰσχύλ. Θήβ. 495· ἀσπίδος Εὐρ. Ἀποσπ. 185· θώρακος Ἀριστοφ. Εἰρ. 1224, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 473· λέβητος ὁ αὐτ. Κύκλ. 399· τρίποδος Ἱκέτ. 1202· κύλικος Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 9· ― τὸ [[μέσον]] τῆς [[νεώς]], τὸ κοῖλον, «ἀμπάρι» τοῦ πλοίου, Πολύβ. 16. 3, 4, κτλ. 2) πᾶν [[ἀγγεῖον]], [[ὑδρία]], κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 322, 816, Σοφ. Ἠλ. 1142, κτλ.· πλεκτὸν κ., καλάθιον, Εὐρ. Ἴων 37· κοιλοσώματον κ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2. 3) πᾶν τὸ περιέχον ἢ καλύπτον, τὸ τῆς κεφαλῆς κ. Πλάτ. Τίμ. 45Α· τὸ [[ὄπισθεν]] κ., τὸ [[ἰνίον]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 15· ― τοῦ θώρακος κ., δηλ. τὸ [[στῆθος]], ὁ θώραξ, Πλάτ. Τίμ. 69Ε· οὕτω, τὸ ἄνω κ. Ἀριστ.· τὸ τῆς ψυχῆς κ., δηλ. τὸ [[σῶμα]], Πλάτ. Τίμ. 44Α· [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἀπολ. = τὸ [[σῶμα]], ἀνδρείῳ κύτει Σοφ. Τρ. 12· ὁ κορμὸς τοῦ σώματος, διὰ παντὸς τοῦ κ. Πλάτ. Τίμ. 74Α, πρβλ. Νόμ. 964Ε· τὸ ἀπ’ αὐχένος [[μέχρι]] αἰδοίων κ. Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 12, κ. ἀλλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό, (κύω)
A hollow, κύκλου, of a shield, A.Th.495; ἀσπίδος E.Fr.185; θώρηκος Ar.Pax1224; περίπλευρον κ. E.El.473 (lyr.); λέβητος Id.Cyc.399; τρίποδος Id.Supp.1202; κύλικος Pl.Com.189; λοπάδος Xenarch.1.10; hold of a ship, Plb.16.3.4. 2 vessel, jar, A.Ag.322, 816, S.El.1142, etc.; πλεκτὸν κ. basket, E.Ion37; κοιλοσώματον κ. Antiph.52.2. 3 of any hollow container, τὸ τῆς κεφαλῆς κ. Pl.Ti.45a; τὸ ὄπισθεν κ. occiput, Arist.PA56b26; τοῦ θώρακος τὸ κ., i.e. the chest, Pl.Ti.69e; ποδῶν κ. Achae.4.4 (leg. πλευρῶν) ; τὸ ἄνω κ. Arist.GA742b14 (also of plants, = αἱ ῥίζαι, 741b35, al.); τὸ λοιπὸν ἅπαν κ., of the uterus, Gal.UP14.14, cf. Sor.1.9; of the fourth stomach of the ox, Phlp.in AP0.417.14; τὸ τῆς ψυχῆς κ., i.e. the body, Pl.Ti.44a: hence, abs., body, ἀνδρείῳ κύτει S.Tr.12; trunk, διὰ παντὸς τοῦ κ. Pl.Ti.74a; τὸ ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων κ. Arist.HA 491a29, cf. PA686b14; τὸ ὅλον κ. τοῦ σώματος D.S.1.35, cf. Archig. ap.Gal.13.262: metaph., of the πόλις, Pl.Lg.964e; τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κ. τείχεσιν ἠσφάλισται Plb.5.59.8. 4 κ. ἀστέριον starry vault of heaven, Vett.Val.172.32.
German (Pape)
[Seite 1539] τό, übh. was Etwas in sich faßt, aufnimmt, κύω, Höhlung, Raum, Wölbung; von der Schildwölbung, περίδρομον κύτος κοιλογάστορος κύκλου Aesch. Spt. 477; Gefäß, Urne, τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει Ag. 790, vgl. 313; σμικρὸς προσήκεις ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει, Aschenurne, Soph. El. 1131; τρίποδος ἐν κοίλῳ κύτει Eur. Suppl. 1201; πλεκτόν Ion 37, λέβητος Cycl. 398; θώρακος Ar. Par 1224; τῆς κοιλίας, Bauchhöhle, Hices. bei Ath. III, 87 d; sp. D., γαστρός Nic. Al. 123 u. A.; πλαγκτὸν νηὸς κύτος, der Schiffsbauch, Antiphan. 6 (IX, 84), wie Archimel. 1 (App. 15); vgl. Pol. 16, 3, 4; – in Prosa; τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος Plat. Tim. 45 a; θώρακος, Brusthöhle, 69 e; vgl. Arist. H. A. 1, 7; D. Sic. 1, 35; – Achaeus bei Ath. X, 414 d sagt auch ποδῶν κύτος χρίουσιν; – auch τὸ τῆς ψυχῆς ἅπαν κύτος, der ganze Umfang der Seele, das Ganze der Seele, Plat. Tim. 44 a; ὡς αὐτῆς τῆς πόλεως οὔσης τοῦ κύτους Legg. XII, 964 e, womit Pol. 5, 29, 8 zu vgl., wo τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κύτος τείχεσιν ἠσφάλιστο im Ggstz von προάστειον gesagt ist. – Lycophr. braucht es für Fell, 1316.
Greek (Liddell-Scott)
κύτος: ῠ, -εος, τό, (κύω)· ― κοίλωμα, κοιλότης, κοιλογάστορος κύκλου, ἐπὶ τῆς ἀσπίδος, Αἰσχύλ. Θήβ. 495· ἀσπίδος Εὐρ. Ἀποσπ. 185· θώρακος Ἀριστοφ. Εἰρ. 1224, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 473· λέβητος ὁ αὐτ. Κύκλ. 399· τρίποδος Ἱκέτ. 1202· κύλικος Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 9· ― τὸ μέσον τῆς νεώς, τὸ κοῖλον, «ἀμπάρι» τοῦ πλοίου, Πολύβ. 16. 3, 4, κτλ. 2) πᾶν ἀγγεῖον, ὑδρία, κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 322, 816, Σοφ. Ἠλ. 1142, κτλ.· πλεκτὸν κ., καλάθιον, Εὐρ. Ἴων 37· κοιλοσώματον κ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2. 3) πᾶν τὸ περιέχον ἢ καλύπτον, τὸ τῆς κεφαλῆς κ. Πλάτ. Τίμ. 45Α· τὸ ὄπισθεν κ., τὸ ἰνίον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 15· ― τοῦ θώρακος κ., δηλ. τὸ στῆθος, ὁ θώραξ, Πλάτ. Τίμ. 69Ε· οὕτω, τὸ ἄνω κ. Ἀριστ.· τὸ τῆς ψυχῆς κ., δηλ. τὸ σῶμα, Πλάτ. Τίμ. 44Α· ἐντεῦθεν καὶ ἀπολ. = τὸ σῶμα, ἀνδρείῳ κύτει Σοφ. Τρ. 12· ὁ κορμὸς τοῦ σώματος, διὰ παντὸς τοῦ κ. Πλάτ. Τίμ. 74Α, πρβλ. Νόμ. 964Ε· τὸ ἀπ’ αὐχένος μέχρι αἰδοίων κ. Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 12, κ. ἀλλ.