κολλητός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(13_6a)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1473.png Seite 1473]] zusammengeleimt, -gekittet, <b class="b2">fest verbunden</b>; σανίδες Od. 21, 164; θύραι 23, 194; ἅρματα, [[δίφρος]], Il. 4, 368. 19, 395, wie [[ὄχος]] Eur. Hipp. 1225; ξυστον κολλητὸν βλήτροισι Il. 15, 677. – Vgl. [[κολλήεις]]. – Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelöthet sind, vielleicht damascirt, Her. 1, 25; τὰ μὲν ὕδατι καὶ γῇ κολλητά Plat. Polit. 279 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1473.png Seite 1473]] zusammengeleimt, -gekittet, <b class="b2">fest verbunden</b>; σανίδες Od. 21, 164; θύραι 23, 194; ἅρματα, [[δίφρος]], Il. 4, 368. 19, 395, wie [[ὄχος]] Eur. Hipp. 1225; ξυστον κολλητὸν βλήτροισι Il. 15, 677. – Vgl. [[κολλήεις]]. – Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelöthet sind, vielleicht damascirt, Her. 1, 25; τὰ μὲν ὕδατι καὶ γῇ κολλητά Plat. Polit. 279 e.
}}
{{ls
|lstext='''κολλητός''': -ή, -όν, ([[κολλάω]]) συγκεκολλημένος, [[καλῶς]] κατεσκευασμένος, ὡς τὸ [[εὐποίητος]], [[εὔπηκτος]], παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θυρῶν, σανίδων, Ὀδ. Ψ. 194., Φ. 164· τοῦ ἅρματος, δίφρου, ξυστοῦ, Ἰλ. Δ. 366, κτλ.· οὕτω, κ. ὄχοι Εὐρ. Ἱππ. 1225· ὕδασι καὶ γῇ κ. Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 25, [[ὑποκρητηρίδιον]] κολλητόν, [[εἶναι]] ἢ [[ὑποστήριγμα]] κεκοσμημένον μὲ διαφόρους παραστάσεις ἐγκολλήτους ἢ ([[ἴσως]]) [[ὑποστήριγμα]] συγκεκολλημένον [[μετὰ]] τοῦ κρατῆρος, ἴδε Ἡγήσανδ. παρ’ Ἀθην. 210Β, Παυσ. 10. 16, 1, καὶ πρβλ. [[κόλλησις]].
}}
}}

Revision as of 10:50, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλητός Medium diacritics: κολλητός Low diacritics: κολλητός Capitals: ΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: kollētós Transliteration B: kollētos Transliteration C: kollitos Beta Code: kollhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A glued together, closely joined, θύραι, σανίδες, Od. 23.194, 21.164; ἅρμα, δίφρος, ξυστόν, Il.4.366, 19.395, 15.678; ὄχοι E.Hipp.1225; ὕδασι καὶ γῇ κ. Pl.Plt.279e; ὑποκρητηρίδιον with figures welded on, Hdt.1.25, cf. Paus.10.16.1.

German (Pape)

[Seite 1473] zusammengeleimt, -gekittet, fest verbunden; σανίδες Od. 21, 164; θύραι 23, 194; ἅρματα, δίφρος, Il. 4, 368. 19, 395, wie ὄχος Eur. Hipp. 1225; ξυστον κολλητὸν βλήτροισι Il. 15, 677. – Vgl. κολλήεις. – Ὑποκρητηρίδιον κολλητὸν σιδήρεον, ein Untersatz, auf welchem Metallverzierungen aufgelöthet sind, vielleicht damascirt, Her. 1, 25; τὰ μὲν ὕδατι καὶ γῇ κολλητά Plat. Polit. 279 e.

Greek (Liddell-Scott)

κολλητός: -ή, -όν, (κολλάω) συγκεκολλημένος, καλῶς κατεσκευασμένος, ὡς τὸ εὐποίητος, εὔπηκτος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θυρῶν, σανίδων, Ὀδ. Ψ. 194., Φ. 164· τοῦ ἅρματος, δίφρου, ξυστοῦ, Ἰλ. Δ. 366, κτλ.· οὕτω, κ. ὄχοι Εὐρ. Ἱππ. 1225· ὕδασι καὶ γῇ κ. Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 25, ὑποκρητηρίδιον κολλητόν, εἶναιὑποστήριγμα κεκοσμημένον μὲ διαφόρους παραστάσεις ἐγκολλήτους ἢ (ἴσως) ὑποστήριγμα συγκεκολλημένον μετὰ τοῦ κρατῆρος, ἴδε Ἡγήσανδ. παρ’ Ἀθην. 210Β, Παυσ. 10. 16, 1, καὶ πρβλ. κόλλησις.