ἐνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(13_3)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] (s. ἵζω), hinein-, daraufsetzen; μουσεῖα καὶ θάκους Eur. Hel. 1108; ἀπηνθηκότι σώματι οὐκ ἐνίζει ὁ [[ἔρως]] Plat. Conv. 196 b; ἔς τι, Sp., auch im med.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] (s. ἵζω), hinein-, daraufsetzen; μουσεῖα καὶ θάκους Eur. Hel. 1108; ἀπηνθηκότι σώματι οὐκ ἐνίζει ὁ [[ἔρως]] Plat. Conv. 196 b; ἔς τι, Sp., auch im med.
}}
{{ls
|lstext='''ἐνίζω''': [[ἐγκαθίζω]], (ἴδε ἵζω)· [[ἐντεῦθεν]], Ἐπικ. μέσ. ἀόρ. α΄ [[ἐνεείσατο]], πρύμνῃ δ’ [[ἐνεείσατο]] κούρην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 188. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ [[ἐνιζάνω]], [[κάθημαι]] ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, θάκους ἐνίζουσαν Εὐρ. Ἑλ. 1108, πρβλ. [[ἐνέζομαι]]· (ἡ [[διόρθωσις]] τοῦ Ἑρμάννου ἐν Αἰσχύλ. Χο. 801 μυχὸν ἐνίζετε, ἀντὶ νομίζετε, [[εἶναι]] [[λίαν]] [[ἐπιτυχής]])· [[μετὰ]] δοτ., σώματι καὶ ψυχῇ... ἐνίζει Ἔρως Πλάτ. Συμπ. 196Β· ἔς τι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 8.
}}
}}

Revision as of 10:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνίζω Medium diacritics: ἐνίζω Low diacritics: ενίζω Capitals: ΕΝΙΖΩ
Transliteration A: enízō Transliteration B: enizō Transliteration C: enizo Beta Code: e)ni/zw

English (LSJ)

   A to set in, Ep. aor. 1 Med. ἐνεείσατο he placed upon, πρύμνῃ κούρην A.R.4.188.    II intr., = ἐνιζάνω, pf. ἐνίζηκα, sit in or on, c.acc., θάκους ἐνίζουσαν E.Hel.1108 (lyr.), prob. in A.Ch.801 (lyr.): c. dat., σώματι καὶ ψυχῇ . . ἐνίζει Ἔρως Pl.Smp.196b; νεῦρα τοῖς μυσὶν -ηκότα Gal.2.691; ἡ -ηκυῖα τοῖς μορίοις ποιότης τοῦ φαρμάκου Id.11.354:—Med., ἐς ἕψημα τῶν βοτανῶν Aret.CA2.8.

German (Pape)

[Seite 844] (s. ἵζω), hinein-, daraufsetzen; μουσεῖα καὶ θάκους Eur. Hel. 1108; ἀπηνθηκότι σώματι οὐκ ἐνίζει ὁ ἔρως Plat. Conv. 196 b; ἔς τι, Sp., auch im med.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνίζω: ἐγκαθίζω, (ἴδε ἵζω)· ἐντεῦθεν, Ἐπικ. μέσ. ἀόρ. α΄ ἐνεείσατο, πρύμνῃ δ’ ἐνεείσατο κούρην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 188. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ ἐνιζάνω, κάθημαι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, θάκους ἐνίζουσαν Εὐρ. Ἑλ. 1108, πρβλ. ἐνέζομαι· (ἡ διόρθωσις τοῦ Ἑρμάννου ἐν Αἰσχύλ. Χο. 801 μυχὸν ἐνίζετε, ἀντὶ νομίζετε, εἶναι λίαν ἐπιτυχήςμετὰ δοτ., σώματι καὶ ψυχῇ... ἐνίζει Ἔρως Πλάτ. Συμπ. 196Β· ἔς τι Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 8.