λιβανωτίς: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
(13_4)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] ίδος, ἡ, 1) Rosmarin, wegen seines dem Weihrauch, [[λιβανωτός]], ähnlichen Duftes, Theophr., Diosc. – 2) λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] oder καχρυόεσσα, eine ebenso duftende Doldenpflanze, Nic. Th. 850. – 3) = [[λιβανωτρίς]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] ίδος, ἡ, 1) Rosmarin, wegen seines dem Weihrauch, [[λιβανωτός]], ähnlichen Duftes, Theophr., Diosc. – 2) λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] oder καχρυόεσσα, eine ebenso duftende Doldenpflanze, Nic. Th. 850. – 3) = [[λιβανωτρίς]], w. m. s.
}}
{{ls
|lstext='''λῐβᾰνωτίς''': -ίδος, ἡ, φυτὸν ἀρωματικόν, τὸ «δενδρολίβανον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10· ἀλλὰ λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] ἢ καχρυόεσσα, ἕτερον φυτὸν ἔχον ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ [[μάραθον]], Νικ. Θηρ. 850· ― ἀμφότερα δὲ καλοῦνται [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς ὀσμῆς ἢ εὐωδίας αὐτῶν. Πρβλ. [[λιβανωτρίς]].
}}
}}

Revision as of 10:19, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνωτίς Medium diacritics: λιβανωτίς Low diacritics: λιβανωτίς Capitals: ΛΙΒΑΝΩΤΙΣ
Transliteration A: libanōtís Transliteration B: libanōtis Transliteration C: livanotis Beta Code: libanwti/s

English (LSJ)

(A), ίδος, ἡ,

   A rosemary frankincense, λ. κάρπιμος Lecokia cretica, Thphr.HP9.11.10, Dsc.3.74.1, Gal.12.60; λ. καχρυφόρος Nic.Th.850.    2 λ. [κάρπιμος] ἑτέρα Ferulago galbanifera, Dsc.3.74.2.    3 λ. ἄκαρπος Rosmarinum sterile, Ibid.; also, Lactuca graeca, Thphr.HP9.11.11, Dsc.3.74.4.    4 rosemary, Rosmarinus officinalis, Id.3.75, Gal.12.61.    5 = κόνυζα λεπτόφυλλος, Ps.-Dsc.3.121.
λῐβᾰν-ωτίς (B), ίδος, ἡ,

   A = λιβανωτρίς, IG22.840.7, 11(2).110, 111, al. (Delos, iii B.C.), Roussel Cultes Égyptiens p.217 (ibid., ii B.C.), Polyaen.4.8.2.

German (Pape)

[Seite 42] ίδος, ἡ, 1) Rosmarin, wegen seines dem Weihrauch, λιβανωτός, ähnlichen Duftes, Theophr., Diosc. – 2) λιβανωτὶς καχρυφόρος oder καχρυόεσσα, eine ebenso duftende Doldenpflanze, Nic. Th. 850. – 3) = λιβανωτρίς, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνωτίς: -ίδος, ἡ, φυτὸν ἀρωματικόν, τὸ «δενδρολίβανον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10· ἀλλὰ λιβανωτὶς καχρυφόρος ἢ καχρυόεσσα, ἕτερον φυτὸν ἔχον ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ μάραθον, Νικ. Θηρ. 850· ― ἀμφότερα δὲ καλοῦνται οὕτως ὡς ἐκ τῆς ὀσμῆς ἢ εὐωδίας αὐτῶν. Πρβλ. λιβανωτρίς.