πρευμενής: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(13_6a) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0699.png Seite 699]] ές, sanftmüthig, huldvoll, gnädig; χοὰς δὲ πρευμενεῖς ἐδεξάμην, Aesch. Pers. 671; [[τύχη]], Ag. 1631; gew. von Personen; τινί, 814, πρευμενὴς ἡμῖν γενοῦ, Eur. Hec. 538; πρευμενοῦς νόστου τυχόντες, 540, u. öfter; auch comparat., Eur. Troad. 734 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Adv. πρευμενῶς, z. B. παρῄνεσα, Aesch. Pers. 220; δέχεσθαι, freundlich, Eum. 227 (von πραΰς, πρηΰ u. [[μένος]], statt πρηυμενής). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0699.png Seite 699]] ές, sanftmüthig, huldvoll, gnädig; χοὰς δὲ πρευμενεῖς ἐδεξάμην, Aesch. Pers. 671; [[τύχη]], Ag. 1631; gew. von Personen; τινί, 814, πρευμενὴς ἡμῖν γενοῦ, Eur. Hec. 538; πρευμενοῦς νόστου τυχόντες, 540, u. öfter; auch comparat., Eur. Troad. 734 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Adv. πρευμενῶς, z. B. παρῄνεσα, Aesch. Pers. 220; δέχεσθαι, freundlich, Eum. 227 (von πραΰς, πρηΰ u. [[μένος]], statt πρηυμενής). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρευμενής''': -ές, ποιητ. ἐπίθ. [[ἤπιος]] τὴν διάθεσιν, [[ἀγαθός]], [[φιλικός]], [[εὐμενής]], τινι, [[πρός]] τινα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 840, Εὐρ. Ἑκ. 538· ἀπολ., ἴδοιτο... πρευμενοῦς ἀπ’ ὄμματος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 207· Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις Εὐρ. Τρῳ. 734· ― ἐπίρρ. πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 220. 224· δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 236. 3) ἐπὶ γεγονότων, εὐνοϊκὸς, [[αἴσιος]], κατελθών... πρευμενεῖ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1647· τελευτάς... πρευμενεῖς κτίσειεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 140· πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας Εὐρ. Ἑκ. 540. ΙΙ. ἐξευμενίζων, [[ἱλαστήριος]], χοαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 609, πρβλ. 685. ― (Ἐκ τοῦ πραῢ (πρηΰ), [[μένος]], ὁ δὲ [[τύπος]] πρυημενὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 40). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:27, 5 August 2017
English (LSJ)
ές, contr. fr. πρηϋμενής (v. πραϋμενής),
A soft of temper, gentle, gracious, τινι to one, A.Ag.840, E.Hec.538: abs., ἴδοιτο . . πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος A.Supp.210(207); Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις E.Tr.739. Adv., πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινέσαι, A.Pers.220,224; δέχεσθαι Id.Eu.236. 2 of events, favourable, κατελθὼν . . πρευμενεῖ τύχῃ Id.Ag.1647; τελευτὰς . . πρευμενεῖς κτίσειεν Id.Supp.140 (lyr.); πρευμενοῦς . . νόστου τυχόντας E.Hec.540 (s.v.l.). II propitiating, χοαί A.Pers.609.
German (Pape)
[Seite 699] ές, sanftmüthig, huldvoll, gnädig; χοὰς δὲ πρευμενεῖς ἐδεξάμην, Aesch. Pers. 671; τύχη, Ag. 1631; gew. von Personen; τινί, 814, πρευμενὴς ἡμῖν γενοῦ, Eur. Hec. 538; πρευμενοῦς νόστου τυχόντες, 540, u. öfter; auch comparat., Eur. Troad. 734 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Adv. πρευμενῶς, z. B. παρῄνεσα, Aesch. Pers. 220; δέχεσθαι, freundlich, Eum. 227 (von πραΰς, πρηΰ u. μένος, statt πρηυμενής).
Greek (Liddell-Scott)
πρευμενής: -ές, ποιητ. ἐπίθ. ἤπιος τὴν διάθεσιν, ἀγαθός, φιλικός, εὐμενής, τινι, πρός τινα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 840, Εὐρ. Ἑκ. 538· ἀπολ., ἴδοιτο... πρευμενοῦς ἀπ’ ὄμματος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 207· Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις Εὐρ. Τρῳ. 734· ― ἐπίρρ. πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 220. 224· δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 236. 3) ἐπὶ γεγονότων, εὐνοϊκὸς, αἴσιος, κατελθών... πρευμενεῖ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1647· τελευτάς... πρευμενεῖς κτίσειεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 140· πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας Εὐρ. Ἑκ. 540. ΙΙ. ἐξευμενίζων, ἱλαστήριος, χοαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 609, πρβλ. 685. ― (Ἐκ τοῦ πραῢ (πρηΰ), μένος, ὁ δὲ τύπος πρυημενὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 40).