κάρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(13_5)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1328.png Seite 1328]] τό u. ὁ, tiefer Schlaf u. Starrsucht, Medic.; ἐν κάρῳ κείμενος Strab. XI, 8, 5; [[κάρος]] ἐπέπεσεν αὐτῷ Hdn. 1, 17, 20; [[ὑπνώδης]], neben [[καταφορά]], Plut. Anton. 72; der Schwindel, [[κάρος]] δέ μιν ἀμφεκάλυψε [[πορφύρεος]] Ap. Rh. 2, 203, Schol. [[σκότωσις]]; vgl. Arist. probl. 3, 18; [[κάρον]] ἐμποιῶν καὶ ἔκλυσιν S. Emp. adv. mus. 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1328.png Seite 1328]] τό u. ὁ, tiefer Schlaf u. Starrsucht, Medic.; ἐν κάρῳ κείμενος Strab. XI, 8, 5; [[κάρος]] ἐπέπεσεν αὐτῷ Hdn. 1, 17, 20; [[ὑπνώδης]], neben [[καταφορά]], Plut. Anton. 72; der Schwindel, [[κάρος]] δέ μιν ἀμφεκάλυψε [[πορφύρεος]] Ap. Rh. 2, 203, Schol. [[σκότωσις]]; vgl. Arist. probl. 3, 18; [[κάρον]] ἐμποιῶν καὶ ἔκλυσιν S. Emp. adv. mus. 22.
}}
{{ls
|lstext='''κάρος''': ᾰ, ὁ, βαρὺς [[ὕπνος]], [[νάρκη]], οἵα ἡ ἐπακολουθοῦσα τὴν μέθην, [[κάρος]] καὶ [[κραιπάλη]] Ἀριστ. Προβλ. 3. 17, 3· [[ὡσαύτως]] ἐξ ἄλλων αἰτιῶν, [[κάρος]] δέ μιν ἀμφεκάλυψεν πορφύρεος, γαῖαν δὲ [[πέριξ]] ἐδόκησε φέρεσθαι [[νειόθεν]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 203, Στράβ. 778. - [[Κατὰ]] Γαλην. (τ. 9. σ. 196), [[κυρίως]] λέγεται [[κάρος]] ἡ παντὸς τοῦ σώματος [[αἰφνίδιος]] [[ἀναισθησία]] τε καὶ [[ἀκινησία]].
}}
}}

Revision as of 11:21, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρος Medium diacritics: κάρος Low diacritics: κάρος Capitals: ΚΑΡΟΣ
Transliteration A: káros Transliteration B: karos Transliteration C: karos Beta Code: ka/ros

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A heavy sleep, torpor, κ. καὶ κραιπάλη Arist.Pr.873b14, cf. A.R.2.203, Phld.D.1.18, Str.16.4.19, Max.Tyr.16.1, Gal.8.231; κάρῳ προσφερὴς κατάληψις Iamb.Myst.3.2: pl., μελαγχολίαι καὶ κάροι καὶ λήθαργοι Stoic.3.57; drowsiness, Luc.Am.39.

German (Pape)

[Seite 1328] τό u. ὁ, tiefer Schlaf u. Starrsucht, Medic.; ἐν κάρῳ κείμενος Strab. XI, 8, 5; κάρος ἐπέπεσεν αὐτῷ Hdn. 1, 17, 20; ὑπνώδης, neben καταφορά, Plut. Anton. 72; der Schwindel, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψε πορφύρεος Ap. Rh. 2, 203, Schol. σκότωσις; vgl. Arist. probl. 3, 18; κάρον ἐμποιῶν καὶ ἔκλυσιν S. Emp. adv. mus. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κάρος: ᾰ, ὁ, βαρὺς ὕπνος, νάρκη, οἵα ἡ ἐπακολουθοῦσα τὴν μέθην, κάρος καὶ κραιπάλη Ἀριστ. Προβλ. 3. 17, 3· ὡσαύτως ἐξ ἄλλων αἰτιῶν, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψεν πορφύρεος, γαῖαν δὲ πέριξ ἐδόκησε φέρεσθαι νειόθεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 203, Στράβ. 778. - Κατὰ Γαλην. (τ. 9. σ. 196), κυρίως λέγεται κάρος ἡ παντὸς τοῦ σώματος αἰφνίδιος ἀναισθησία τε καὶ ἀκινησία.