ἐρίδματος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
(c1) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] sehr bändigend, [[ἔρις]], Aesch. Ag. 1440, l. d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] sehr bändigend, [[ἔρις]], Aesch. Ag. 1440, l. d. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐρίδμᾱτος''': -ον, ([[δέμω]]), ἰσχυρῶς ἐκτισμένος, δηλ. [[ἀκίνητος]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἔρις]] ἐρ. (πρβλ. [[θεόδμητος]], [[εὔδμητος]]) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1461: - ὁ Ἕρμαννος ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὸ [[δαμάω]], [[ἐρίδματος]] ἀνδρὸς ὀϊζὺς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[λίαν]] δαμάζουσα, καταβάλλουσα τὸν ἄνδρα. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (δέμω)
A strongly-built, i.e. immovable, unconquerable, ἔρις ἐ. A.Ag.1461(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1028] sehr bändigend, ἔρις, Aesch. Ag. 1440, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίδμᾱτος: -ον, (δέμω), ἰσχυρῶς ἐκτισμένος, δηλ. ἀκίνητος, ἀκατάβλητος, ἔρις ἐρ. (πρβλ. θεόδμητος, εὔδμητος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1461: - ὁ Ἕρμαννος ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὸ δαμάω, ἐρίδματος ἀνδρὸς ὀϊζὺς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., λίαν δαμάζουσα, καταβάλλουσα τὸν ἄνδρα.