σφήξ: Difference between revisions
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
(13_4) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1050.png Seite 1050]] [[σφηκός]], ὁ, die <b class="b2">Wespe</b>, vespa; II. 12, 167. 16. 259, Her. 2. 92. u. s. f.; Ar. Ach. 829 u. öfter; Plat. Phaed. 82 b; Arist. H. A. 9, 41 u. A.; bei Nic. arithm. 2, 16 [[ὄγκος]] ὁ τῶν σφηκῶν u. ἡ τοῦ σφηκὸς [[ἐντομή]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1050.png Seite 1050]] [[σφηκός]], ὁ, die <b class="b2">Wespe</b>, vespa; II. 12, 167. 16. 259, Her. 2. 92. u. s. f.; Ar. Ach. 829 u. öfter; Plat. Phaed. 82 b; Arist. H. A. 9, 41 u. A.; bei Nic. arithm. 2, 16 [[ὄγκος]] ὁ τῶν σφηκῶν u. ἡ τοῦ σφηκὸς [[ἐντομή]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σφήξ''': [[σφηκός]], Δωρ. [[σφάξ]], σφᾱκός (Θεόκρ. 5. 29), ὁ, κοινῶς ἡ «σφήκα» ἢ «σφήγκα», σφῆκες [[μέσον]] αἰόλοι Ἰλ. Μ. 167· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 2. 92, Ἀριστοφάν., κλπ.· καλοῦνται δὲ εἰνόδιοι, [[ἐπειδὴ]] ποιοῦσι τὰς φωλεὰς αὐτῶν παρὰ τὴν ὁδὸν, Ἰλ. Π. 259· περὶ τῶν διαφόρων αὐτῶν εἰδῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, πρβλ. 5. 20· παροιμ., μή πως ἐγείρῃς σφ. τὸν κοιμώμενον Ἀνθ. Π. 7. 405, πρβλ. 408. ΙΙ. = [[σφηκίσκος]] ΙΙ, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 54· ― [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[σφήν]], Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ. (Ὁ Κούρτ. νομίζει τὸ Λατ. vesp-a ὡς πλησιέστατον πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς ῥίζαν, [[ὥστε]] ἡ Ἑλληνικὴ [[λέξις]] θὰ ἦτο ϝέσπη, κατ’ ἐπέκτασιν δὲ ϝέσπηξ, μεθ’ ὃ ἡ μὲν α΄ συλλαβὴ ἐξέπεσε τὸ δὲ π [[μετὰ]] τὸ σ ἐτράπη εἰς φ (ὡς ἐν τοῖς [[σφαδάζω]], [[σπάω]], σφόγγος [[σπόγγος]], κτλ.), [[σφήξ]]). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σελ. 358. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:57, 5 August 2017
English (LSJ)
σφηκός, Dor.σφάξ, σφᾱκός (Theoc.5.29), ὁ (fem. only in An.Par.1.168 and as f.l. in Antisth. ap. Stob.3.13.38):—
A wasp, σφῆκες μέσον αἰόλοι Il.12.167, cf. Hdt.2.92, Ar.Ach.864, etc.; called εἰνόδιοι, from their making their nests in the road, Il.16.259; σφῆκες ἐκ γῆς Call.Iamb.1.98; on the different species, v. Arist.HA627b23, cf. 554b22: prov., μή πως ἐγείρῃς σ. τὸν κοιμώμενον AP7.405 (Phil.), cf. 408 (Leon.). II = σφηκίσκος 11, Pherecr.238, IG11(2).156A56, al. (Delos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1050] σφηκός, ὁ, die Wespe, vespa; II. 12, 167. 16. 259, Her. 2. 92. u. s. f.; Ar. Ach. 829 u. öfter; Plat. Phaed. 82 b; Arist. H. A. 9, 41 u. A.; bei Nic. arithm. 2, 16 ὄγκος ὁ τῶν σφηκῶν u. ἡ τοῦ σφηκὸς ἐντομή.
Greek (Liddell-Scott)
σφήξ: σφηκός, Δωρ. σφάξ, σφᾱκός (Θεόκρ. 5. 29), ὁ, κοινῶς ἡ «σφήκα» ἢ «σφήγκα», σφῆκες μέσον αἰόλοι Ἰλ. Μ. 167· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 2. 92, Ἀριστοφάν., κλπ.· καλοῦνται δὲ εἰνόδιοι, ἐπειδὴ ποιοῦσι τὰς φωλεὰς αὐτῶν παρὰ τὴν ὁδὸν, Ἰλ. Π. 259· περὶ τῶν διαφόρων αὐτῶν εἰδῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, πρβλ. 5. 20· παροιμ., μή πως ἐγείρῃς σφ. τὸν κοιμώμενον Ἀνθ. Π. 7. 405, πρβλ. 408. ΙΙ. = σφηκίσκος ΙΙ, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 54· ― ὡσαύτως ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ σφήν, Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ. (Ὁ Κούρτ. νομίζει τὸ Λατ. vesp-a ὡς πλησιέστατον πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς ῥίζαν, ὥστε ἡ Ἑλληνικὴ λέξις θὰ ἦτο ϝέσπη, κατ’ ἐπέκτασιν δὲ ϝέσπηξ, μεθ’ ὃ ἡ μὲν α΄ συλλαβὴ ἐξέπεσε τὸ δὲ π μετὰ τὸ σ ἐτράπη εἰς φ (ὡς ἐν τοῖς σφαδάζω, σπάω, σφόγγος σπόγγος, κτλ.), σφήξ). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σελ. 358.