πάροικος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(13_5) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] benachbart, Nachbar; πόλεις πάροικοι Θρῃκίων ἐπαύλων, Aesch. Pers. 850; Soph. Ant. 1139; Thuc. 3, 113 u. Sp.; übtr., πόλεμ ος, Her. 7, 235; – ὁ [[πάροικος]], der in einer Stadt ohne Bürgerrecht lebende Fremde, inquilinus, = [[μέτοικος]], Sp., wie N. T. – Ἀττικὸς [[πάροικος]], sprichwörtlich, Zenob. 2, 28; vgl. Arist. rhet. 2, 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] benachbart, Nachbar; πόλεις πάροικοι Θρῃκίων ἐπαύλων, Aesch. Pers. 850; Soph. Ant. 1139; Thuc. 3, 113 u. Sp.; übtr., πόλεμ ος, Her. 7, 235; – ὁ [[πάροικος]], der in einer Stadt ohne Bürgerrecht lebende Fremde, inquilinus, = [[μέτοικος]], Sp., wie N. T. – Ἀττικὸς [[πάροικος]], sprichwörtlich, Zenob. 2, 28; vgl. Arist. rhet. 2, 21. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πάροικος''': -ον, ὁ κατοικῶν πλησίον, γειτνιάζων, [[μετὰ]] γενικ., Κάδμου πάροικοι Σοφ. Ἀντ. 1155· πόλεις πάροικοι Θρῃσκίων ἐπαύλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 869· [[μετὰ]] δοτ., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Διογ. Τραγ. παρ’ Ἀθην. 636Α, πρβλ. Θουκ. 3. 113· - ἀπολ., [[γείτων]], Σαπφὼ 83, Σοφ. Ἀποσπ. 446· - Ἀττικὸς π., παροιμ., ἐπὶ ἀνησύχου γείτονος, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 21, 12, Παροιμιογρ. 2) [[πάροικος]] [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς τοὺς γείτονας, Ἡρόδ. 7. 235. ΙΙ. [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 3. κ. ἀλλ.)· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐν ξένῃ χώρᾳ παραμένων, [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], Διογ. Λ. 1· 8, 2· πολίταις καὶ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 45, πρβλ. 1631, 2906, κ. ἀλλαχ., Ἑβδ. (Λευιτ. ΚΒ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 29. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:51, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A dwelling beside or near, neighbouring, c. gen., Κάδμου πάροικοι . . δόμων S.Ant.1155 ; [πόλεις]π.Ρῃκίων ἐπαύλων A.Pers.869 (lyr.) : c. dat., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Diog.Trag.1.7, cf. Th.3.113 : abs., ἡ π. πηλαμύς S.Fr.503 ; neighbour, οὐκ ἀσίνης π. Sapph.80; Ἀττικὸς π., prov. of a restless neighbour, Arist.Rh. 1395a18, Duris 96J. 2 π. πόλεμος war with neighbours, Hdt.7.235. II foreign, alien, LXXGe.15.13, al. ; σπέρμα π. ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ Act.Ap. 7.6 : as Subst., sojourner in another's house, D.L.1.82 : generally, alien, stranger, LXX Le.22.10 : in later Greek, = μέτοικος, SIG398.37 (Cos, iii B. C.), IG7.2712.64 (Acraeph.), OGI1338.12,20, al.(Pergam., ii B. C.), etc.; = colonus, Cod.Just. 1.34.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 525] benachbart, Nachbar; πόλεις πάροικοι Θρῃκίων ἐπαύλων, Aesch. Pers. 850; Soph. Ant. 1139; Thuc. 3, 113 u. Sp.; übtr., πόλεμ ος, Her. 7, 235; – ὁ πάροικος, der in einer Stadt ohne Bürgerrecht lebende Fremde, inquilinus, = μέτοικος, Sp., wie N. T. – Ἀττικὸς πάροικος, sprichwörtlich, Zenob. 2, 28; vgl. Arist. rhet. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
πάροικος: -ον, ὁ κατοικῶν πλησίον, γειτνιάζων, μετὰ γενικ., Κάδμου πάροικοι Σοφ. Ἀντ. 1155· πόλεις πάροικοι Θρῃσκίων ἐπαύλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 869· μετὰ δοτ., ποταμῷ παροίκους Ἅλυϊ Διογ. Τραγ. παρ’ Ἀθην. 636Α, πρβλ. Θουκ. 3. 113· - ἀπολ., γείτων, Σαπφὼ 83, Σοφ. Ἀποσπ. 446· - Ἀττικὸς π., παροιμ., ἐπὶ ἀνησύχου γείτονος, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 21, 12, Παροιμιογρ. 2) πάροικος πόλεμος, πόλεμος πρὸς τοὺς γείτονας, Ἡρόδ. 7. 235. ΙΙ. ξένος, ἀλλότριος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 3. κ. ἀλλ.)· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐν ξένῃ χώρᾳ παραμένων, ξένος, ἀλλότριος, Διογ. Λ. 1· 8, 2· πολίταις καὶ π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 45, πρβλ. 1631, 2906, κ. ἀλλαχ., Ἑβδ. (Λευιτ. ΚΒ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 29.