Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαχία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(13_7_1)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0835.png Seite 835]] ἡ, ion. [[ῥηχίη]], Her., bei Arr. auch [[ῥηχείη]], steiles, felsiges Meergestade (πᾶς [[πετρώδης]] [[αἰγιαλός]], Hesych.), gegen das die Wellen schlagen und sich mit Getös brechen, Brandung; ἁλίστονοι, Aesch. Prom. 714; Soph. frg. 934; παρ' αὐτὴν τὴν ῥαχίαν, Thuc. 4, 10; übh. Meeresküste, ἐν χέρσοισι ῥαχίαις, Diocl. 4 (VII, 393); ἀνεκβάτους ῥαχίας, Lycophr. 379; a. Sp., auch κυμάτων ῥαχίαι, Polyaen. 5, 6. – Dah. die Wellen des hochgehenden Meeres, wie Plut. vrbdt τοῦ πελάγους ἀνισταμένου καὶ τὰ πλοῖα πλάγια ταῖς ῥαχίαις περιβάλλοντος, Sertor. 7; auch ῥαχίαις τισὶ καὶ σάλοις ἐοικέναι, de prof. virt. sent. p. 263; vgl. Pol. 1, 37, 2, ὑπὸ τῆς ῥαχίας πρὸς ταῖς σπιλάσι καταγνύμενα [[σκάφη]]; u. im Ggstz von [[ἄμπωτις]], die Fluth, Her. 2, 11. 7, 198; gleichbedeutend mit πλημμύρα, 8, 129. – liebh. Lärm, Getöse, ῥαχίαν ποιοῦντος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον, Plut. an seni 10; νόει ὄχλον ῥαχίαν ἠθροισμένην, Posidipp. bei Ath. IX, 377 c (v. l. [[ῥακεία]] u. ῥακία). Den Zusammenhang mit der ersten Bdtg zeigt das Sprichwort ῥαχίας λαλί στερος, welches Diogen. 7, 99 auf die Brandung zurückführt. Auch = [[ῥάχος]], eingeschlossener Raum, Gefängniß, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0835.png Seite 835]] ἡ, ion. [[ῥηχίη]], Her., bei Arr. auch [[ῥηχείη]], steiles, felsiges Meergestade (πᾶς [[πετρώδης]] [[αἰγιαλός]], Hesych.), gegen das die Wellen schlagen und sich mit Getös brechen, Brandung; ἁλίστονοι, Aesch. Prom. 714; Soph. frg. 934; παρ' αὐτὴν τὴν ῥαχίαν, Thuc. 4, 10; übh. Meeresküste, ἐν χέρσοισι ῥαχίαις, Diocl. 4 (VII, 393); ἀνεκβάτους ῥαχίας, Lycophr. 379; a. Sp., auch κυμάτων ῥαχίαι, Polyaen. 5, 6. – Dah. die Wellen des hochgehenden Meeres, wie Plut. vrbdt τοῦ πελάγους ἀνισταμένου καὶ τὰ πλοῖα πλάγια ταῖς ῥαχίαις περιβάλλοντος, Sertor. 7; auch ῥαχίαις τισὶ καὶ σάλοις ἐοικέναι, de prof. virt. sent. p. 263; vgl. Pol. 1, 37, 2, ὑπὸ τῆς ῥαχίας πρὸς ταῖς σπιλάσι καταγνύμενα [[σκάφη]]; u. im Ggstz von [[ἄμπωτις]], die Fluth, Her. 2, 11. 7, 198; gleichbedeutend mit πλημμύρα, 8, 129. – liebh. Lärm, Getöse, ῥαχίαν ποιοῦντος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον, Plut. an seni 10; νόει ὄχλον ῥαχίαν ἠθροισμένην, Posidipp. bei Ath. IX, 377 c (v. l. [[ῥακεία]] u. ῥακία). Den Zusammenhang mit der ersten Bdtg zeigt das Sprichwort ῥαχίας λαλί στερος, welches Diogen. 7, 99 auf die Brandung zurückführt. Auch = [[ῥάχος]], eingeschlossener Raum, Gefängniß, VLL.
}}
{{ls
|lstext='''ῥᾱχία''': Ἰων. [[ῥηχίη]], ἡ· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς τὸ ῥηγμίν, ἡ ῥηγνυομένη ἐπὶ τῆς ἀκτῆς [[θάλασσα]], [[μάλιστα]] ἡ πλημμυροῦσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἄμπωτις]], Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198· συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[πλημμυρίς]], ὁ αὐτ. 8. 129 ([[ἔνθα]] ἴδε Valck.), Πολύβ. 1. 37, 2, κ. ἀλλ. 2) ὁ [[κρότος]] τῶν κυμάτων ῥηγνυομένων κατὰ τῆς ἀκτῆς, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ θορύβου πολλοῦ ὄχλου, νόει ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11· ῥ. ποιεῖν ἐν τῷ δήμῳ Πλούτ. 2. 789D, πρβλ. 791Α· παροιμ., ῥαχίας λαλίστερος Διογενειαν. 7. 99. ΙΙ. «πᾶς [[πετρώδης]] αἰγιαλὸς» (Ἡσύχ.), ἁλίστονοι ῥ. Αἰσχύλ. Πρ. 713· παρ’ αὐτὴν τὴν ῥ. Θουκ. 4. 10, πρβλ. Πολύβ. 3. 39, 4, κ. ἀλλ.· [[ἀκτὴ]] ἐξέχουσα, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 12. 2) = [[ῥάχις]] ΙΙ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 934. ([[ῥηχίη]], [[ῥαχία]] παράγεται βεβαίως ἐκ τοῦ ῥήγνυμι, ὡς τὸ ῥηγμίν· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ῥάχις]]). [ῥᾰ-[[χάριν]] τοῦ μέτρου μόνον παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 7. 393. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. παρατηρ. σ. 74.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾱχία Medium diacritics: ῥαχία Low diacritics: ραχία Capitals: ΡΑΧΙΑ
Transliteration A: rhachía Transliteration B: rhachia Transliteration C: rachia Beta Code: r(axi/a

English (LSJ)

Ion. ῥηχίη, ἡ,

   A flood-tide, opp. ἄμπωτις, Hdt.2.11, 7.198; joined with πλημυρίς (s. v. l.), Id.8.129, cf. Hp. ap. Gal.19.135.    2 the roar of the breakers, metaph. of a crowd of people, ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην Posidipp.27.11; ῥ. ποιεῖν ἐν δήμῳ Plu.2.789d, cf. 791a: prov., ῥαχίας λαλίστερος Diogenian.7.99.    II rocky shore or beach (πᾶς πετρώδης αἰγιαλός Hsch.), ἁλίστονοι ῥ. A.Pr.713; παρ' αὐτὴν τὴν ῥ. Th.4.10, cf. Plb.3.39.4, Str.16.4.23.    2 = ῥάχις 11.1, S.Fr.1088;= ῥάχις 1, Nonn.D.11.182, 39.334 (v. ad fin.). [ῥᾰ- metri gr. only in late Poets, as AP7.393 (Diocl.); in sense 11.2, Nonn. Il.cc.] (Cogn. with ῥᾱσσω, ῥήσσω, and ἀράσσω; τὸν τόπον ᾧ προσαράττει τὸ κῦμα, Ael.Dion.Fr.427: not cogn. with ῥήγνυμι, which has pan-Hellenic η.)

German (Pape)

[Seite 835] ἡ, ion. ῥηχίη, Her., bei Arr. auch ῥηχείη, steiles, felsiges Meergestade (πᾶς πετρώδης αἰγιαλός, Hesych.), gegen das die Wellen schlagen und sich mit Getös brechen, Brandung; ἁλίστονοι, Aesch. Prom. 714; Soph. frg. 934; παρ' αὐτὴν τὴν ῥαχίαν, Thuc. 4, 10; übh. Meeresküste, ἐν χέρσοισι ῥαχίαις, Diocl. 4 (VII, 393); ἀνεκβάτους ῥαχίας, Lycophr. 379; a. Sp., auch κυμάτων ῥαχίαι, Polyaen. 5, 6. – Dah. die Wellen des hochgehenden Meeres, wie Plut. vrbdt τοῦ πελάγους ἀνισταμένου καὶ τὰ πλοῖα πλάγια ταῖς ῥαχίαις περιβάλλοντος, Sertor. 7; auch ῥαχίαις τισὶ καὶ σάλοις ἐοικέναι, de prof. virt. sent. p. 263; vgl. Pol. 1, 37, 2, ὑπὸ τῆς ῥαχίας πρὸς ταῖς σπιλάσι καταγνύμενα σκάφη; u. im Ggstz von ἄμπωτις, die Fluth, Her. 2, 11. 7, 198; gleichbedeutend mit πλημμύρα, 8, 129. – liebh. Lärm, Getöse, ῥαχίαν ποιοῦντος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον, Plut. an seni 10; νόει ὄχλον ῥαχίαν ἠθροισμένην, Posidipp. bei Ath. IX, 377 c (v. l. ῥακεία u. ῥακία). Den Zusammenhang mit der ersten Bdtg zeigt das Sprichwort ῥαχίας λαλί στερος, welches Diogen. 7, 99 auf die Brandung zurückführt. Auch = ῥάχος, eingeschlossener Raum, Gefängniß, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾱχία: Ἰων. ῥηχίη, ἡ· (ἴδε ἐν τέλει)· ― ὡς τὸ ῥηγμίν, ἡ ῥηγνυομένη ἐπὶ τῆς ἀκτῆς θάλασσα, μάλιστα ἡ πλημμυροῦσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄμπωτις, Ἡρόδ. 2. 11., 7. 198· συνάπτεται μετὰ τοῦ πλημμυρίς, ὁ αὐτ. 8. 129 (ἔνθα ἴδε Valck.), Πολύβ. 1. 37, 2, κ. ἀλλ. 2) ὁ κρότος τῶν κυμάτων ῥηγνυομένων κατὰ τῆς ἀκτῆς, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ θορύβου πολλοῦ ὄχλου, νόει ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11· ῥ. ποιεῖν ἐν τῷ δήμῳ Πλούτ. 2. 789D, πρβλ. 791Α· παροιμ., ῥαχίας λαλίστερος Διογενειαν. 7. 99. ΙΙ. «πᾶς πετρώδης αἰγιαλὸς» (Ἡσύχ.), ἁλίστονοι ῥ. Αἰσχύλ. Πρ. 713· παρ’ αὐτὴν τὴν ῥ. Θουκ. 4. 10, πρβλ. Πολύβ. 3. 39, 4, κ. ἀλλ.· ἀκτὴ ἐξέχουσα, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 12. 2) = ῥάχις ΙΙ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 934. (ῥηχίη, ῥαχία παράγεται βεβαίως ἐκ τοῦ ῥήγνυμι, ὡς τὸ ῥηγμίν· πρβλ. ὡσαύτως ῥάχις). [ῥᾰ-χάριν τοῦ μέτρου μόνον παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 7. 393. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. παρατηρ. σ. 74.