Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεθοδικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0113.png Seite 113]] ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεθοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεθοδικὸς [[τρόπος]], 11, 8, 2, μεθοδικὴ [[ἐμπειρία]], 1, 84, 6, [[ἐπιστήμη]], 10, 47, 12; adv., μεθοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεθοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem [[ἐμπειρικός]] entgeggstzt, Galen.; ἡ μεθοδική, die Methodik, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0113.png Seite 113]] ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεθοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεθοδικὸς [[τρόπος]], 11, 8, 2, μεθοδικὴ [[ἐμπειρία]], 1, 84, 6, [[ἐπιστήμη]], 10, 47, 12; adv., μεθοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεθοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem [[ἐμπειρικός]] entgeggstzt, Galen.; ἡ μεθοδική, die Methodik, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μεθοδικός''': -ή, -όν, ([[μέθοδος]]) ὁ ποιῶν τι κατὰ μέθοδον, [[συστηματικός]], Πολύβ. 10, 47, 12, κτλ. ΙΙ. τὰ μ., ἀπολεσθέν τι [[ἔργον]] τοῦ Ἀριστ., πιθανῶς ἀνῆκον εἰς τὴν Λογικήν, Ρητ. 1, 2, 10, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 6 καὶ 8. ΙΙΙ. οἱ μ., ἐπιστήμονες ἰατροί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐμπειρικοὺς ἢ πρακτικούς, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. σ. 51, Γαλην. ΙΙ. 291Β, 303C· ἡ μεθοδικὴ [[αἵρεσις]], ἡ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ [[σχολή]], Γαλην. Ι, 36Ε, ΙΙ, 235Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3283.
}}
}}

Revision as of 09:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθοδικός Medium diacritics: μεθοδικός Low diacritics: μεθοδικός Capitals: ΜΕΘΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: methodikós Transliteration B: methodikos Transliteration C: methodikos Beta Code: meqodiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A going to work by rule, methodical, systematic, ἐπιστῆμαι Plb.10.47.12; τὸ μ. τῆς τέχνης Phld.Rh.1.23 S.: Comp., Id.Sign.28. Adv. -κῶς Plb.5.98.10; ἰατρὸς ἄνθρωπον ἀποκτείνει μ. Phld.Rh.1.19 S.: Comp. -ώτερον S.E.M.8.141.    II τὰ μ., a lost work of Arist., prob. on Logic, Rh.1356b19, cf. D.H.Amm.1.8; αἱ μ. συντάξεις ib.6.    III οἱ μ. 'methodic' physicians, opp. rationalists and empirics, Gal.Sect.Intr.6; μ. αἵρεσις Id.Libr.Propr.1; μ. ἰατρός Id.10.140, Epigr.Gr.306 (Smyrna).    IV in Surgery, μ. τρόποι first-aid treatment, Heliod. ap. Orib.49.1.1,3.    V crafty, Vett. Val.4.14; τὰ μ. ib.16.

German (Pape)

[Seite 113] ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεθοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεθοδικὸς τρόπος, 11, 8, 2, μεθοδικὴ ἐμπειρία, 1, 84, 6, ἐπιστήμη, 10, 47, 12; adv., μεθοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεθοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem ἐμπειρικός entgeggstzt, Galen.; ἡ μεθοδική, die Methodik, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεθοδικός: -ή, -όν, (μέθοδος) ὁ ποιῶν τι κατὰ μέθοδον, συστηματικός, Πολύβ. 10, 47, 12, κτλ. ΙΙ. τὰ μ., ἀπολεσθέν τι ἔργον τοῦ Ἀριστ., πιθανῶς ἀνῆκον εἰς τὴν Λογικήν, Ρητ. 1, 2, 10, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 6 καὶ 8. ΙΙΙ. οἱ μ., ἐπιστήμονες ἰατροί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐμπειρικοὺς ἢ πρακτικούς, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. σ. 51, Γαλην. ΙΙ. 291Β, 303C· ἡ μεθοδικὴ αἵρεσις, ἡ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ σχολή, Γαλην. Ι, 36Ε, ΙΙ, 235Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3283.