περικαθίζω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_2)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικαθίζω''': [[καθίζω]] ὁλόγυρα, πολιορκῶ, τὸ [[τεῖχος]] Διόδ. 20. 103· περικαθίσας κύκλῳ τὴν πόλιν Ἀππ. Ἰβηρ. 53· περιεκάθισε περὶ ἢ ἐπὶ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 61., Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 24).
|lstext='''περικαθίζω''': [[καθίζω]] ὁλόγυρα, πολιορκῶ, τὸ [[τεῖχος]] Διόδ. 20. 103· περικαθίσας κύκλῳ τὴν πόλιν Ἀππ. Ἰβηρ. 53· περιεκάθισε περὶ ἢ ἐπὶ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 61., Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 24).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καθίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ολόγυρα]] ή [[πάνω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]], [[εγκαθιστώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[γύρω]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («περικαθίζειν στρατὸν τῇ πόλει», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περικυκλώνω]], [[πολιορκώ]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[κάθομαι]] ή βρίσκομαι [[γύρω]] [[γύρω]] από [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικαθίζω Medium diacritics: περικαθίζω Low diacritics: περικαθίζω Capitals: ΠΕΡΙΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: perikathízō Transliteration B: perikathizō Transliteration C: perikathizo Beta Code: perikaqi/zw

English (LSJ)

   A cause to sit around or over, Hp.Mul.1.51.    2 π. στρατὸν τῇ πόλει invest a city, J.AJ8.14.1, cf. 13.5.5.    II intr., sit round, τῇ πυρᾷ Max.Tyr.27.6, cf. Ach.Tat.3.5, Orib.Eup.4.113.4 : but usu. besiege, φρούριον Wilcken Chr.11 B 10 (ii B.C.); τὸ τεῖχος v.l. in D.S.20.103; π. κύκλῳ τὴν πόλιν App.Hisp.53 ; περὶ or ἐπὶ τὴν πόλιν, LXX 1 Ma.11.61, 4 Ki.6.24 : abs., J.AJ12.8.1, al.    III Med., invest, περικαθεζόμενοι (aor. part.) τὸ τεῖχος D.59.102 ; τὴν πόλιν περικαθισάμενος Memn.45.1 : intr. in pass. form, περικαθεσθέντες having sat down round about, Luc.VH1.23, S.E.P.3.232 : pres.inf.περικαθέζεσθαι, = obsidere, Gloss.

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἵζω), rings herum oder umher setzen, Sp., wie LXX.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθίζω: καθίζω ὁλόγυρα, πολιορκῶ, τὸ τεῖχος Διόδ. 20. 103· περικαθίσας κύκλῳ τὴν πόλιν Ἀππ. Ἰβηρ. 53· περιεκάθισε περὶ ἢ ἐπὶ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 61., Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 24).

Greek Monolingual

Α
1. καθίζω κάποιον ή κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι
2. τοποθετώ, εγκαθιστώ κάποιον ή κάτι γύρω από κάποιον ή από κάτι («περικαθίζειν στρατὸν τῇ πόλει», Ιώσ.)
3. περικυκλώνω, πολιορκώ
4. (αμτβ.) κάθομαι ή βρίσκομαι γύρω γύρω από κάτι.