προτελής: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
(6_7)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτελής''': -ές, ([[τέλος]]) = [[προτέλειος]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ θύματος [[ὅπερ]] προσεφέρετο πρὸ τοῦ γάμου, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376Α.
|lstext='''προτελής''': -ές, ([[τέλος]]) = [[προτέλειος]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ θύματος [[ὅπερ]] προσεφέρετο πρὸ τοῦ γάμου, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />([[κυρίως]] για [[θυσία]] που προσφέρεται [[πριν]] από τον γάμο) [[προτέλειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[προτελής]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σαρκοφάγων θηλαστικών της Αφρικής της οικογένειας τών υαινιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>τελής</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>proteles</i>].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτελής Medium diacritics: προτελής Low diacritics: προτελής Capitals: ΠΡΟΤΕΛΗΣ
Transliteration A: protelḗs Transliteration B: protelēs Transliteration C: protelis Beta Code: protelh/s

English (LSJ)

ές, (τέλος)

   A = προτέλειος, θυσία sacrifice offered before a marriage, Agathocl.2.

German (Pape)

[Seite 791] ές, = προτέλειος, bes. vom Opferthiere gebräuchlich, das vor der Hochzeit geschlachtet wurde, Ath. IX, 376 a. S. προτέλειος.

Greek (Liddell-Scott)

προτελής: -ές, (τέλος) = προτέλειος, μάλιστα ἐπὶ τοῦ θύματος ὅπερ προσεφέρετο πρὸ τοῦ γάμου, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376Α.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
(κυρίως για θυσία που προσφέρεται πριν από τον γάμο) προτέλειος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο προτελής
ζωολ. γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της Αφρικής της οικογένειας τών υαινιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. επι-τελής. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. proteles].