στωικός: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_10) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στωικός''': -ή, -όν, (στοὰ) ὁ ἀνήκων εἰς στοάν· - [[ἐντεῦθεν]], ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς στωικοὺς φιλοσόφους ἢ τὸ [[σύστημα]] αὐτῶν ([[ἐπειδὴ]] ὁ Ζήνων ἐδίδασκεν ἐν τῇ Ποικίλῃ στοᾷ)· οἱ τῆς Στ. αἱρέσεως ἡγεμόνες Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2 ἡ Στωικὴ Διογ. Λ. 6. 14· Στωικὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 880, Διογ. Λ. 7. 5· οἱ Στ. φιλόσοφοι Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 18· - ἐν Ἀνθ. Παλατ. 9. 496, [[χάριν]] τοῦ μέτρου, [[Στοϊκός]]. | |lstext='''στωικός''': -ή, -όν, (στοὰ) ὁ ἀνήκων εἰς στοάν· - [[ἐντεῦθεν]], ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς στωικοὺς φιλοσόφους ἢ τὸ [[σύστημα]] αὐτῶν ([[ἐπειδὴ]] ὁ Ζήνων ἐδίδασκεν ἐν τῇ Ποικίλῃ στοᾷ)· οἱ τῆς Στ. αἱρέσεως ἡγεμόνες Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2 ἡ Στωικὴ Διογ. Λ. 6. 14· Στωικὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 880, Διογ. Λ. 7. 5· οἱ Στ. φιλόσοφοι Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 18· - ἐν Ἀνθ. Παλατ. 9. 496, [[χάριν]] τοῦ μέτρου, [[Στοϊκός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[στωικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στοά]] / [[στωϊά]]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική [[αντίληψη]] του Ζήνωνος του Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη [[φορά]] ο [[ίδιος]] στην Ποικίλη Στοά της Αθήνας<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[οπαδός]] του στωικισμού<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>οι στωικοί</i><br />οι στωικοί φιλόσοφοι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στωική [[φιλοσοφία]]» — ο [[στωικισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[απαθής]], [[ήρεμος]], [[ατάραχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στωικά</i> Ν<br />με [[στωικότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
στωικός: -ή, -όν, (στοὰ) ὁ ἀνήκων εἰς στοάν· - ἐντεῦθεν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς στωικοὺς φιλοσόφους ἢ τὸ σύστημα αὐτῶν (ἐπειδὴ ὁ Ζήνων ἐδίδασκεν ἐν τῇ Ποικίλῃ στοᾷ)· οἱ τῆς Στ. αἱρέσεως ἡγεμόνες Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2 ἡ Στωικὴ Διογ. Λ. 6. 14· Στωικὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 880, Διογ. Λ. 7. 5· οἱ Στ. φιλόσοφοι Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 18· - ἐν Ἀνθ. Παλατ. 9. 496, χάριν τοῦ μέτρου, Στοϊκός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στωικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στοά / στωϊά]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική αντίληψη του Ζήνωνος του Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη φορά ο ίδιος στην Ποικίλη Στοά της Αθήνας
2. το αρσ. ως ουσ. α) οπαδός του στωικισμού
β) στον πληθ. οι στωικοί
οι στωικοί φιλόσοφοι
3. φρ. «στωική φιλοσοφία» — ο στωικισμός
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) απαθής, ήρεμος, ατάραχος.
επίρρ...
στωικά Ν
με στωικότητα.