σωστικός: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(6_10)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωστικός''': -ή, -όν, = ὁ δυνάμενος σῴζειν, [[μετὰ]] γεν., ἡ [[δικαιοσύνη]] νόμων σωστικὴ Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 6· σ. ἢ ποιητικὸν τοῦ ἀγαθοῦ ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθικ. 1. 2, 4· τοῦ θερμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 7· τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 5. 7· - Ἐπίρρ. -κῶς, Μάξιμ. Ὁμολογ. τ. 2, σ. 160Β, κλπ. - Ὁ [[τύπος]] σωτικὸς μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πρόκλου.
|lstext='''σωστικός''': -ή, -όν, = ὁ δυνάμενος σῴζειν, [[μετὰ]] γεν., ἡ [[δικαιοσύνη]] νόμων σωστικὴ Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 6· σ. ἢ ποιητικὸν τοῦ ἀγαθοῦ ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθικ. 1. 2, 4· τοῦ θερμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 7· τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 5. 7· - Ἐπίρρ. -κῶς, Μάξιμ. Ὁμολογ. τ. 2, σ. 160Β, κλπ. - Ὁ [[τύπος]] σωτικὸς μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πρόκλου.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σωστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[σωτικός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, [[καταστροφή]], θάνατο κάποιον ή [[κάτι]] (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν [[αμέσως]]» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σωτήριος]], αυτός που οδηγεί στη [[σωτηρία]] της ψυχής («τῇ σωστικῇ σου, Δέσποτα, προμηθίᾳ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σωστική [[λέμβος]] «<b>ναυτ.</b> η σωσίβια [[λέμβος]]<br />β) «[[σωστικός]] [[σταθμός]]» — [[σταθμός]] για τη [[διάσωση]] ναυαγών<br />γ) «σωστική [[ανασκαφή]]»<br /><b>αρχαιολ.</b> [[ανασκαφή]] που γίνεται για να διασωθούν αρχαιολογικά κατάλοιπα που ανακαλύφθηκαν τυχαία σε χώρο εκσκαφής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωστικῶς</i> ΜΑ<br />με τρόπο που οδηγεί στη [[σωτηρία]] της ψυχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῴζω]], με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωστικός Medium diacritics: σωστικός Low diacritics: σωστικός Capitals: ΣΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sōstikós Transliteration B: sōstikos Transliteration C: sostikos Beta Code: swstiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to save, maintain, or preserve, c. gen., ἡ δικαιοσύνη νόμων σ. Arist.Top.149b33; σ. ἢ ποιητικὸν ἀγαθοῦ Id.MM1183b36; τοῦ θερμοῦ Id.Pr.932b3 (Comp.); τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας Id.Mu.397a3: also in later Prose, Dsc.4.81, Max.Tyr.6.2, Alex.Aphr. in Top.455.11, Porph. Abst.3.26, Procl.in Alc.p.55 C., etc.

German (Pape)

[Seite 1061] was retten, erhalten kann, τινός, Arist. magn. mor. 1, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σωστικός: -ή, -όν, = ὁ δυνάμενος σῴζειν, μετὰ γεν., ἡ δικαιοσύνη νόμων σωστικὴ Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 6· σ. ἢ ποιητικὸν τοῦ ἀγαθοῦ ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθικ. 1. 2, 4· τοῦ θερμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 7· τὸ ἴσον σ. ὁμονοίας ὁ αὐτ. π. Κόσμ. 5. 7· - Ἐπίρρ. -κῶς, Μάξιμ. Ὁμολογ. τ. 2, σ. 160Β, κλπ. - Ὁ τύπος σωτικὸς μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πρόκλου.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σωστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σωτικός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, καταστροφή, θάνατο κάποιον ή κάτι (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν αμέσως» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν εἶναι», Αριστοτ.)
2. σωτήριος, αυτός που οδηγεί στη σωτηρία της ψυχής («τῇ σωστικῇ σου, Δέσποτα, προμηθίᾳ»)
νεοελλ.
φρ. α) «σωστική λέμβος «ναυτ. η σωσίβια λέμβος
β) «σωστικός σταθμός» — σταθμός για τη διάσωση ναυαγών
γ) «σωστική ανασκαφή»
αρχαιολ. ανασκαφή που γίνεται για να διασωθούν αρχαιολογικά κατάλοιπα που ανακαλύφθηκαν τυχαία σε χώρο εκσκαφής.
επίρρ...
σωστικῶς ΜΑ
με τρόπο που οδηγεί στη σωτηρία της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῴζω, με δυσερμήνευτο -σ- + κατάλ. -τικός].