ἀλωπεκίς: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλωπεκίς''': -ίδος, ἡ, νόθον [[ζῷον]] μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = [[κυναλώπηξ]], Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9. | |lstext='''ἀλωπεκίς''': -ίδος, ἡ, νόθον [[ζῷον]] μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = [[κυναλώπηξ]], Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[δορά]];<br />casquette en peau de renard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλώπηξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A mongrel between fox and dog, = κυναλώπηξ, X.Cyn.3.1. II fox-skin cap, X.An. 7.4.4. III kind of grape, so-called from its colour, Plin.HN 14.42.
German (Pape)
[Seite 113] ίδος, ἡ, 1) ein Bastard von Fuchs und Hund, Xen. Cyn. 3, 1; Poll. 5, 38. – 2) ein Fuchsbalg, Fuchsfell, als Kopfbedeckung bei den Thrakern, Xen. Anab. 7, 4, 4. – 3) eine Art Weinstöcke, Plin. 14, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλωπεκίς: -ίδος, ἡ, νόθον ζῷον μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = κυναλώπηξ, Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. εἶδος ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. δορά;
casquette en peau de renard.
Étymologie: ἀλώπηξ.