σαλάκων: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σᾰλάκων''': -ωνος, ὁ, [[λέξις]] ἀγνώστου ἐτυμολογίας σημαίνουσα τὸν ματαιόφρονα καὶ μεγάλαυχον, «ξηπασμένος», Ἀριστ. Ρητ. 2. 16, 2, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 3, 9., 3. 6, 2· ― [[ἐντεῦθεν]] σᾰλᾰκωνεία, ἡ, [[ματαιοφροσύνη]], [[ἀλαζονεία]], Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 1. 27, 1· σαλακωνία, ἡ, Ἀλκίφρων 2. 3, Ἀθήν. 691 Ε· ― καὶ σᾰλακωνίζω ἢ -ίζομαι, καὶ σαλακωνεύομαι, [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἀλαζονεύομαι]], «μεγαλοπιάνομαι», Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ.· σεσαλακωνισμένη [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφὴ ἐν Meineke Ἕλλ. Κωμικ. 1. 98., 5. 2· καὶ [[διασαλακωνίζω]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1169, [[μετὰ]] παιδιᾶς ἀπὶ τῆς φράσεως: σαλεύειν τὸν πρωκτὸν (ἴδε [[σαλεύω]] ΙΙ. 3 καὶ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ.), πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σαυλοπρωκτιάω]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 126. | |lstext='''σᾰλάκων''': -ωνος, ὁ, [[λέξις]] ἀγνώστου ἐτυμολογίας σημαίνουσα τὸν ματαιόφρονα καὶ μεγάλαυχον, «ξηπασμένος», Ἀριστ. Ρητ. 2. 16, 2, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 3, 9., 3. 6, 2· ― [[ἐντεῦθεν]] σᾰλᾰκωνεία, ἡ, [[ματαιοφροσύνη]], [[ἀλαζονεία]], Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 1. 27, 1· σαλακωνία, ἡ, Ἀλκίφρων 2. 3, Ἀθήν. 691 Ε· ― καὶ σᾰλακωνίζω ἢ -ίζομαι, καὶ σαλακωνεύομαι, [[ὑπερηφανεύομαι]], [[ἀλαζονεύομαι]], «μεγαλοπιάνομαι», Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ.· σεσαλακωνισμένη [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφὴ ἐν Meineke Ἕλλ. Κωμικ. 1. 98., 5. 2· καὶ [[διασαλακωνίζω]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1169, [[μετὰ]] παιδιᾶς ἀπὶ τῆς φράσεως: σαλεύειν τὸν πρωκτὸν (ἴδε [[σαλεύω]] ΙΙ. 3 καὶ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ.), πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[σαυλοπρωκτιάω]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 126. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωνος (ὁ) :<br />qui remue les hanches en marchant ; qui se donne de grands airs, fastueux, fanfaron.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σαλεύω]], [[σαυλόομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[λᾰ], ωνος, ὁ,
A pretentious person, Arist.Rh.1391a3, EE 1221a35, MM1192b2.
German (Pape)
[Seite 859] ωνος, ὁ, ein Mensch, der sich hoffährtig geberdet, der sich in üppiger Prunkliebe mit seinem Vermögen brüstet und überall groß thut, schwelgerischen Aufwand macht, der Großprahler, Aufschneider; Arist. rhet. 2, 16 eth. eud. 2, 3; Theophr.; VLL., vgl. Schol. Ar. Vesp. 1169.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰλάκων: -ωνος, ὁ, λέξις ἀγνώστου ἐτυμολογίας σημαίνουσα τὸν ματαιόφρονα καὶ μεγάλαυχον, «ξηπασμένος», Ἀριστ. Ρητ. 2. 16, 2, Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 3, 9., 3. 6, 2· ― ἐντεῦθεν σᾰλᾰκωνεία, ἡ, ματαιοφροσύνη, ἀλαζονεία, Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 1. 27, 1· σαλακωνία, ἡ, Ἀλκίφρων 2. 3, Ἀθήν. 691 Ε· ― καὶ σᾰλακωνίζω ἢ -ίζομαι, καὶ σαλακωνεύομαι, ὑπερηφανεύομαι, ἀλαζονεύομαι, «μεγαλοπιάνομαι», Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ.· σεσαλακωνισμένη εἶναι ἡ πιθανὴ γραφὴ ἐν Meineke Ἕλλ. Κωμικ. 1. 98., 5. 2· καὶ διασαλακωνίζω ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Σφ. 1169, μετὰ παιδιᾶς ἀπὶ τῆς φράσεως: σαλεύειν τὸν πρωκτὸν (ἴδε σαλεύω ΙΙ. 3 καὶ Σχολ. ἔνθ’ ἀνωτ.), πρβλ. ὡσαύτως σαυλοπρωκτιάω. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 126.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
qui remue les hanches en marchant ; qui se donne de grands airs, fastueux, fanfaron.
Étymologie: cf. σαλεύω, σαυλόομαι.