παραμύθιον: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραμύθιον''': [ῡ], τό, [[παραίνεσις]], προτρεπτικὸς [[λόγος]], Πλάτ. Νόμ. 773Ε, 880Α, κ. ἀλλ. 2) [[καταπράϋνσις]], [[παρηγορία]], ὦ γένεθλα γενναίων ἥκετ’ ἐμῶν καμάτων [[παραμύθιον]] Σοφ. Ἠλ. 130· τοῦ μὴ φοβεῖσθαι Πλάτ. Εὐθύδ. 272Β· [[οὐδέ]] τι τῶν πυρσῶν [[παραμύθιον]], ἐπὶ τῆς φλογὸς τοῦ ἔρωτος, Θεόκρ. 23. 7· ἐλπὶς κινδύνῳ π. οὖσα Θουκ. 5. 103· παραμύθια ποιεῖσθαι τῆς ὁδοῦ Πλάτ. Νόμ. 632Ε, πρβλ. 704D· τοῖς γὰρ πλουσίοις πολλὰ π. φασιν [[εἶναι]], πολλαὶ παρηγορίαι, πολλὰ παραμυθητικὰ μέσα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 329Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 248D· λύπης [[παραμύθιον]] Ἑλλ. Ἐπιγρ. 298. 7, πρβλ. 951. 3) ὁ [[Πλάτων]] [[ὡσαύτως]] καλεῖ καρπούς τινας, παραμύθια πλησμονῆς, ὡς κινοῦντας τὴν κεκορεσμένην ὄρεξιν, Κριτί. 115Β, πρβλ. Ἀθήν. 640Ε. - Ὁ [[Πλάτων]] εὐνοεῖ τὸν τύπον τοῦτον καὶ πολλὴν χρῆσιν [[αὐτοῦ]] ποιεῖται, περὶ οὗ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 517. | |lstext='''παραμύθιον''': [ῡ], τό, [[παραίνεσις]], προτρεπτικὸς [[λόγος]], Πλάτ. Νόμ. 773Ε, 880Α, κ. ἀλλ. 2) [[καταπράϋνσις]], [[παρηγορία]], ὦ γένεθλα γενναίων ἥκετ’ ἐμῶν καμάτων [[παραμύθιον]] Σοφ. Ἠλ. 130· τοῦ μὴ φοβεῖσθαι Πλάτ. Εὐθύδ. 272Β· [[οὐδέ]] τι τῶν πυρσῶν [[παραμύθιον]], ἐπὶ τῆς φλογὸς τοῦ ἔρωτος, Θεόκρ. 23. 7· ἐλπὶς κινδύνῳ π. οὖσα Θουκ. 5. 103· παραμύθια ποιεῖσθαι τῆς ὁδοῦ Πλάτ. Νόμ. 632Ε, πρβλ. 704D· τοῖς γὰρ πλουσίοις πολλὰ π. φασιν [[εἶναι]], πολλαὶ παρηγορίαι, πολλὰ παραμυθητικὰ μέσα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 329Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 248D· λύπης [[παραμύθιον]] Ἑλλ. Ἐπιγρ. 298. 7, πρβλ. 951. 3) ὁ [[Πλάτων]] [[ὡσαύτως]] καλεῖ καρπούς τινας, παραμύθια πλησμονῆς, ὡς κινοῦντας τὴν κεκορεσμένην ὄρεξιν, Κριτί. 115Β, πρβλ. Ἀθήν. 640Ε. - Ὁ [[Πλάτων]] εὐνοεῖ τὸν τύπον τοῦτον καὶ πολλὴν χρῆσιν [[αὐτοῦ]] ποιεῖται, περὶ οὗ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 517. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> exhortation, encouragement;<br /><b>2</b> consolation, allégement.<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A address, exhortation, Pl.Lg. 773e, 880a (both pl.); encouragement, τοῦ μὴ φοβεῖσθαι Id.Euthd. 272b. 2 assuagement, abatement of, καμάτων S.El.130 (lyr.) ; πυρσῶν of the fires of love, Theoc.23.7 ; ἐλπὶς κινδύνῳ π. οὖσα Th.5.103 ; παραμύθια ποιήσασθαι τῆς ὁδοῦ Pl.Lg.632e, cf. 704d ; τοῖς γὰρ πλουσίοις πολλὰ π. φασιν εἶναι many consolations, Id.R.329e, cf. Phdr.240d, Phld.Mort.19 ; λύπης παραμύθιον Epigr.Gr.298.7 (Teos), cf. IG3.768a. 3 παραμύθια πλησμονῆς stimulants of a sated appetite, Pl.Criti.115b.
German (Pape)
[Seite 490] τό, die Zurede, der Trost; ἥκετ' ἐμῶν καμάτων παραμύθιον, Soph. El. 126; τῶν πυρσῶν, der Liebe, Theocr. 23, 7; ἐλπὶς δὲ κινδύνῳ παραμύθιον οὖσα, Thuc. 5, 103; Plat. Legg. XI, 885 b; παραμύθια τῆς ὁδοῦ ποιεῖσθαι, Erleichterung für den Weg, I, 632 b; τοῦ μὴ φοβεῖσθαι, Euthyd. 272 b; Folgde; ἀτυχίας, Plut. Coriol. 35; ζωῆς, Add. 5 (VII, 305). Uebertr. nannte Plat. Criti. 115 b Früchte als Nachtisch παραμύθια πλησμονῆς,Reizmittel der gesättigten Eßlust.
Greek (Liddell-Scott)
παραμύθιον: [ῡ], τό, παραίνεσις, προτρεπτικὸς λόγος, Πλάτ. Νόμ. 773Ε, 880Α, κ. ἀλλ. 2) καταπράϋνσις, παρηγορία, ὦ γένεθλα γενναίων ἥκετ’ ἐμῶν καμάτων παραμύθιον Σοφ. Ἠλ. 130· τοῦ μὴ φοβεῖσθαι Πλάτ. Εὐθύδ. 272Β· οὐδέ τι τῶν πυρσῶν παραμύθιον, ἐπὶ τῆς φλογὸς τοῦ ἔρωτος, Θεόκρ. 23. 7· ἐλπὶς κινδύνῳ π. οὖσα Θουκ. 5. 103· παραμύθια ποιεῖσθαι τῆς ὁδοῦ Πλάτ. Νόμ. 632Ε, πρβλ. 704D· τοῖς γὰρ πλουσίοις πολλὰ π. φασιν εἶναι, πολλαὶ παρηγορίαι, πολλὰ παραμυθητικὰ μέσα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 329Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 248D· λύπης παραμύθιον Ἑλλ. Ἐπιγρ. 298. 7, πρβλ. 951. 3) ὁ Πλάτων ὡσαύτως καλεῖ καρπούς τινας, παραμύθια πλησμονῆς, ὡς κινοῦντας τὴν κεκορεσμένην ὄρεξιν, Κριτί. 115Β, πρβλ. Ἀθήν. 640Ε. - Ὁ Πλάτων εὐνοεῖ τὸν τύπον τοῦτον καὶ πολλὴν χρῆσιν αὐτοῦ ποιεῖται, περὶ οὗ ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 517.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 exhortation, encouragement;
2 consolation, allégement.
Étymologie: παραμυθέομαι.