πυρίβρομος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρίβρομος''': -ον, βρέμων πυρί, Ὀρφ. Ἀργ. 1120, Ὕμν. 19, κτλ. | |lstext='''πῠρίβρομος''': -ον, βρέμων πυρί, Ὀρφ. Ἀργ. 1120, Ὕμν. 19, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βροντά στη [[φωτιά]] ή αυτός που βροντά [[μέσα]] από τη [[φωτιά]], με τη [[χρήση]] φωτιάς («[[πυρίβρομος]] [[Ζεύς]]», Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βρόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[βρέμω]] «ηχώ [[δυνατά]], [[βροντώ]]»), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>βρομος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A roaring with fire, ἠέλιος Orph.A.1122 (nisi leg. -δρομος) Ζεύς Id.H.20.2.
German (Pape)
[Seite 822] im Feuer, am Feuer od. durch Feuer brausend; Orph. Arg. 1120, v. l. πυρίδρομος; vgl. Hymn. 20, 2. 58, 2, vom Zeus u. Eros.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίβρομος: -ον, βρέμων πυρί, Ὀρφ. Ἀργ. 1120, Ὕμν. 19, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βροντά στη φωτιά ή αυτός που βροντά μέσα από τη φωτιά, με τη χρήση φωτιάς («πυρίβρομος Ζεύς», Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βρομος (< βρόμος < βρέμω «ηχώ δυνατά, βροντώ»), πρβλ. βαρύ-βρομος].