εὐκαιρέω: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκαιρέω''': ἔχω εὐκαιρίαν, ἔχω καιρόν, Πολύβ. 20. 9, 4· μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 223D, Λουκ. Ἔρωτ. 33. ΙΙ. τινι ἢ εἴς τι, ἀφιερῶ τὸν καιρὸν μου εἴς τι [[πρᾶγμα]], μόνοις εὐκαιρεῖν τοῖς ἀθανάτοις [[ἑαυτοῦ]] Χίωνος Ἐπιστ. 16· εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 21· πρβλ. [[ἐνευκαιρέω]], ΙΙΙ. [[ἀπολαύω]] εὐκαιρίας, εὐημερῶ, εὐτυχῶ, Πολύβ. 4. 60· 10· τοῖς βίοις ὁ αὐτ. 32. 21, 12· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας [[ὡσαύτως]] εὐκαιρέομαι, ὡς ἀποθ., [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 275Α.
|lstext='''εὐκαιρέω''': ἔχω εὐκαιρίαν, ἔχω καιρόν, Πολύβ. 20. 9, 4· μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 223D, Λουκ. Ἔρωτ. 33. ΙΙ. τινι ἢ εἴς τι, ἀφιερῶ τὸν καιρὸν μου εἴς τι [[πρᾶγμα]], μόνοις εὐκαιρεῖν τοῖς ἀθανάτοις [[ἑαυτοῦ]] Χίωνος Ἐπιστ. 16· εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 21· πρβλ. [[ἐνευκαιρέω]], ΙΙΙ. [[ἀπολαύω]] εὐκαιρίας, εὐημερῶ, εὐτυχῶ, Πολύβ. 4. 60· 10· τοῖς βίοις ὁ αὐτ. 32. 21, 12· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας [[ὡσαύτως]] εὐκαιρέομαι, ὡς ἀποθ., [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 275Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ηὐκαίρουν, <i>f.</i> εὐκαιρήσω;<br />avoir du bon temps, du loisir, avoir le temps.<br />'''Étymologie:''' [[εὔκαιρος]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαιρέω Medium diacritics: εὐκαιρέω Low diacritics: ευκαιρέω Capitals: ΕΥΚΑΙΡΕΩ
Transliteration A: eukairéō Transliteration B: eukaireō Transliteration C: efkaireo Beta Code: eu)kaire/w

English (LSJ)

(late, acc. to Phryn.103),

   A have opportunity, leisure or time, PSI4.342.2 (iii B.C.), Plb.20.9.4, 1 Ep.Cor.16.12, etc.: c. inf., οὐδὲ φαγεῖν ηὐκαίρουν Ev.Marc.6.31, cf. Plu.2.223d, Luc.Am.33; τοῦ διαβῆναι PEleph.29.7 (iii B.C.).    II τινι or εἴς τι, devote one's leisure to a thing, εὐ. τοῖς ἀθανάτοις ἑαυτοῦ Chio Ep.16.6; εὐ. εἰς οὐδὲν ἕτερον ἢ . . Act.Ap.17.21.    III enjoy good times, prosper, Plb.4.60.10; τοῖς βίοις Id.32.5.12: in this sense also εὐκαιρέομαι, Posidon.59 J.    2 to be timely, Phld. Rh.2.64 S., Epicur.(?) Oxy.215ii2.

German (Pape)

[Seite 1073] gute Zeit, Muße haben, bekommen, Pol. 20, 9, 4 u. a. Sp.; sequ. int., ηὐκαίρουν ἐπινοεῖν τι τῶν κρειττόνων Luc. Amor. 33; – οἱ εὐκαιροῦντες τοῖς βίοις sind die Reichen (an Lebensgut), Pol. 32, 21, 12; so med., Posidon. bei Ath. VI, 275 a. S. Lob. Phryn. p. 125.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαιρέω: ἔχω εὐκαιρίαν, ἔχω καιρόν, Πολύβ. 20. 9, 4· μετ’ ἀπαρ., Πλούτ. 2. 223D, Λουκ. Ἔρωτ. 33. ΙΙ. τινι ἢ εἴς τι, ἀφιερῶ τὸν καιρὸν μου εἴς τι πρᾶγμα, μόνοις εὐκαιρεῖν τοῖς ἀθανάτοις ἑαυτοῦ Χίωνος Ἐπιστ. 16· εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 21· πρβλ. ἐνευκαιρέω, ΙΙΙ. ἀπολαύω εὐκαιρίας, εὐημερῶ, εὐτυχῶ, Πολύβ. 4. 60· 10· τοῖς βίοις ὁ αὐτ. 32. 21, 12· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὡσαύτως εὐκαιρέομαι, ὡς ἀποθ., Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 275Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ηὐκαίρουν, f. εὐκαιρήσω;
avoir du bon temps, du loisir, avoir le temps.
Étymologie: εὔκαιρος.