ὀδάξ: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδάξ''': Ἐπίρρ., δάκνων, διὰ τῶν ὀδόντων, Λατ. mordicus, Ὅμ.· ὀδὰξ ἕλον [[οὖδας]], «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν ἔδακον» (Σχόλ.), ἐπὶ ἀνθρώπων διατελούντων ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, Ἰλ. Λ. 749, κτλ.· [[οὕτως]], ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν Β. 418· γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες Εὐρ. Φοίν. 1423· [[ὡσαύτως]], ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, δάκνοντες τὰ χείλη ἐν ὀργῆ, Ὀδ. Α. 381· οὕτω παρὰ τοῖς Κωμικ., ἀποδάκνειν ὀδὰξ Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1· διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ [[δίκτυον]] Ἀριστοφ. Σφ. 164· ὀδὰξ ἔχεσθαι [[αὐτόθι]] 943· λαβέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 690· - ἂν τὸ [[χωρίον]] κυνὸς ἄγριον ὄδαξ, ἔχῃ ὀρθῶς ἐν Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 79, τὸ ὄδαξ πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = [[ὀδούς]]. (Ἐκ τῆς √ΔΑΚ, δακεῖν, προτασσομένου ο, ἴδε Ο, ο, ΙΙ. 3· [[ἐντεῦθεν]] [[ὀδάξω]], [[ὀδακτάζω]], ἴδε [[ὀδάξω]]· τὸ εὐφων. ο [[ἐνίοτε]] γράφεται α-, ἴδε ἀνωτ.). | |lstext='''ὀδάξ''': Ἐπίρρ., δάκνων, διὰ τῶν ὀδόντων, Λατ. mordicus, Ὅμ.· ὀδὰξ ἕλον [[οὖδας]], «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν ἔδακον» (Σχόλ.), ἐπὶ ἀνθρώπων διατελούντων ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, Ἰλ. Λ. 749, κτλ.· [[οὕτως]], ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν Β. 418· γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες Εὐρ. Φοίν. 1423· [[ὡσαύτως]], ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, δάκνοντες τὰ χείλη ἐν ὀργῆ, Ὀδ. Α. 381· οὕτω παρὰ τοῖς Κωμικ., ἀποδάκνειν ὀδὰξ Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1· διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ [[δίκτυον]] Ἀριστοφ. Σφ. 164· ὀδὰξ ἔχεσθαι [[αὐτόθι]] 943· λαβέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 690· - ἂν τὸ [[χωρίον]] κυνὸς ἄγριον ὄδαξ, ἔχῃ ὀρθῶς ἐν Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 79, τὸ ὄδαξ πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = [[ὀδούς]]. (Ἐκ τῆς √ΔΑΚ, δακεῖν, προτασσομένου ο, ἴδε Ο, ο, ΙΙ. 3· [[ἐντεῦθεν]] [[ὀδάξω]], [[ὀδακτάζω]], ἴδε [[ὀδάξω]]· τὸ εὐφων. ο [[ἐνίοτε]] γράφεται α-, ἴδε ἀνωτ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec les dents, en mordant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδούς]] ; <i>ou</i> R. Δακ, cf. [[δάκνω]], avec ὀ- prosth. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A by biting with the teeth, ὀ. ἕλον οὖδας, of men in the agonies of death, Il.11.749, etc. ; so ὀ. λαζοίατο γαῖαν 2.418 ; γαῖαν ὀ. ἑλόντες E.Ph.1423 ; also ὀ. ἐν χείλεσι φύντες biting the lips in smothered rage, Od.1.381 : so in Com., ἀποδάκνειν ὀ. Cratin.164 ; διατρώξομαι ὀ. τὸ δίκτυον Ar.V.164 ; ὀ. ἔχεσθαι ib.943 ; λαβέσθαι Id.Pl.690:— if κυνὸς ἄγριον ὀδάξ be correct in Diog.Cyn. ap. D.L.6.79, ὀδάξ must be taken either as tooth or as bite.
German (Pape)
[Seite 291] (vgl. ὀδούς, δάκνω), adv., beißend, mit den Zähnen; bes. ὀδὰξ ἕλον οὖδας, von den Sterbenden (vgl. ins Gras beißen), Il. 11, 749 u. öfter, wie Eur. γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες, Phoen. 1432; πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, Od. 1, 381, d. i. sie bissen fest mit den Zähnen in die Lippen, Ausdruck verhaltenes Ingrimms; διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ δίκτυον Ar. Vesp. 164, u. öfter, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδάξ: Ἐπίρρ., δάκνων, διὰ τῶν ὀδόντων, Λατ. mordicus, Ὅμ.· ὀδὰξ ἕλον οὖδας, «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν ἔδακον» (Σχόλ.), ἐπὶ ἀνθρώπων διατελούντων ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, Ἰλ. Λ. 749, κτλ.· οὕτως, ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν Β. 418· γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες Εὐρ. Φοίν. 1423· ὡσαύτως, ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, δάκνοντες τὰ χείλη ἐν ὀργῆ, Ὀδ. Α. 381· οὕτω παρὰ τοῖς Κωμικ., ἀποδάκνειν ὀδὰξ Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1· διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ δίκτυον Ἀριστοφ. Σφ. 164· ὀδὰξ ἔχεσθαι αὐτόθι 943· λαβέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 690· - ἂν τὸ χωρίον κυνὸς ἄγριον ὄδαξ, ἔχῃ ὀρθῶς ἐν Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 79, τὸ ὄδαξ πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = ὀδούς. (Ἐκ τῆς √ΔΑΚ, δακεῖν, προτασσομένου ο, ἴδε Ο, ο, ΙΙ. 3· ἐντεῦθεν ὀδάξω, ὀδακτάζω, ἴδε ὀδάξω· τὸ εὐφων. ο ἐνίοτε γράφεται α-, ἴδε ἀνωτ.).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec les dents, en mordant.
Étymologie: ὀδούς ; ou R. Δακ, cf. δάκνω, avec ὀ- prosth.