ἀδάμαστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδάμαστος''': -ον, ([[δαμάω]]) ἐπίθ. τοῦ Ἅιδου, [[ἄκαμπτος]], Ἰλ. Ι. 158· παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ἐν τῇ κυριολεκτ. σημασίᾳ, [[ἄδμητος]], μὴ ἡμερωθεὶς ἔτι, [[ἵππος]], Ξεν. Ἱππ. 1. 1.
|lstext='''ἀδάμαστος''': -ον, ([[δαμάω]]) ἐπίθ. τοῦ Ἅιδου, [[ἄκαμπτος]], Ἰλ. Ι. 158· παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] ἐν τῇ κυριολεκτ. σημασίᾳ, [[ἄδμητος]], μὴ ἡμερωθεὶς ἔτι, [[ἵππος]], Ξεν. Ἱππ. 1. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />indomptable, inflexible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δαμάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδάμαστος Medium diacritics: ἀδάμαστος Low diacritics: αδάμαστος Capitals: ΑΔΑΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: adámastos Transliteration B: adamastos Transliteration C: adamastos Beta Code: a)da/mastos

English (LSJ)

ον, (δαμάω)

   A unsubdued, inflexible, of Hades, Il.9.158, cf. Phld.D.1.18: later in the proper sense, untamed, unbroken, πῶλος X.Eq.1.1, cf. Corn.ND20; ἀ. πᾶσιν Timo9.1.

German (Pape)

[Seite 31] ungebändigt, πῶλος Xen. Equ. 1, 1; unerbittlich, Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος Hom. Iliad. 9, 158 (ἅπαξ εἰρημ.), Nach Elmsl. zu Soph. O. R. 208 ist diese Form in den Trag. überall zu ändern; doch vgl. Eur. Phoen. 640.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδάμαστος: -ον, (δαμάω) ἐπίθ. τοῦ Ἅιδου, ἄκαμπτος, Ἰλ. Ι. 158· παρὰ τοῖς μετέπειτα ἐν τῇ κυριολεκτ. σημασίᾳ, ἄδμητος, μὴ ἡμερωθεὶς ἔτι, ἵππος, Ξεν. Ἱππ. 1. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indomptable, inflexible.
Étymologie: ἀ, δαμάζω.