ἀμάθεια: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
(6_9)
(3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμάθεια''': ἡ, [[τύπος]] [[ἀδόκιμος]] ἀντὶ τοῦ [[ἀμαθία]].
|lstext='''ἀμάθεια''': ἡ, [[τύπος]] [[ἀδόκιμος]] ἀντὶ τοῦ [[ἀμαθία]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀμαθία]]) [[αμαθής]]<br />[[έλλειψη]] γνώσεων, [[άγνοια]], [[απειρία]], [[αδαημοσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έλλειψη]] στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, [[αγραμματοσύνη]], [[αμορφωσιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κανείς]] [[αγροίκος]], [[ακαλλιέργητος]], [[απαίδευτος]]<br /><b>2.</b> [[αγένεια]], [[απρέπεια]]<br /><b>3.</b> [[ιδιοτροπία]], [[παραξενιά]]<br /><b>4.</b> [[έλλειψη]] σύνεσης, [[μωρία]], εθελοτυφλία.
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 114] ἡ, regelmäßige, aber wenig gebräuchliche Form für ἀμαθία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάθεια: ἡ, τύπος ἀδόκιμος ἀντὶ τοῦ ἀμαθία.

Greek Monolingual

η (Α ἀμαθία) αμαθής
έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη
νεοελλ.
έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά
αρχ.
1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος
2. αγένεια, απρέπεια
3. ιδιοτροπία, παραξενιά
4. έλλειψη σύνεσης, μωρία, εθελοτυφλία.