πείραμα: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(6_21)
(31)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πείρᾱμα''': τό, [[πειρασμός]], Ἐκκλ.
|lstext='''πείρᾱμα''': τό, [[πειρασμός]], Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜ [[πειρώμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[πρόκληση]], [[αναπαραγωγή]] διαφόρων φυσικών, φυσιολογικών ή ψυχικών φαινομένων από τον άνθρωπο με σκοπό τη [[μελέτη]] και [[εξακρίβωση]] της φύσεως και των νόμων της εξελίξεώς τους και την [[ανεύρεση]] της αιτίας που τά προκαλεί<br /><b>2.</b> δοκιμαστική [[προσπάθεια]] με σκοπό την [[επίτευξη]] ενός σκοπού, [[απόπειρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έμπρακτη [[δοκιμή]], πρακτική [[δοκιμασία]], [[πειραματισμός]]<br /><b>2.</b> [[πειρασμός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 545] τό, Versuch, Versuchung.

Greek (Liddell-Scott)

πείρᾱμα: τό, πειρασμός, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

το, ΝΜ πειρώμαι
νεοελλ.
1. η πρόκληση, αναπαραγωγή διαφόρων φυσικών, φυσιολογικών ή ψυχικών φαινομένων από τον άνθρωπο με σκοπό τη μελέτη και εξακρίβωση της φύσεως και των νόμων της εξελίξεώς τους και την ανεύρεση της αιτίας που τά προκαλεί
2. δοκιμαστική προσπάθεια με σκοπό την επίτευξη ενός σκοπού, απόπειρα
μσν.
1. έμπρακτη δοκιμή, πρακτική δοκιμασία, πειραματισμός
2. πειρασμός.