διαμείβω: Difference between revisions
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διᾰμείβω''': μέλλ. -ψω, [[ἀνταλλάσσω]], τι [[πρός]] τι, πρᾶγμά τι ἀντὶ ἑτέρου, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διαμείβεσθαί τί τινος ἢ [[ἀντί]] τινος Σόλων 13. 2, Πλάτ. Νόμ. 915Ε ([[ἔνθα]] προστίθεται καὶ δοτ. τοῦ προσώπου, πρὸς ὃν ἀνταλλάσσει τις)· - διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης, νὰ ἀνταλλάξῃ τὴν Ἀσίαν ἀντὶ τῆς Εὐρώπης, δηλ. νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἀσίαν, Εὐρ. Ι. Τ. 398. 2) δ. ὁδόν, τελειώνω [[ταξείδιον]], Αἰσχύλ. Θήβ. 334· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ… δολιχῆς [[τέρμα]] κελεύθου διαμειψάμενος ὁ αὐτ. Πρ. 285· ἀλλ᾽ ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, πολλά φῦλα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 543· πόντου [[πεδίον]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 150. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἀπολ., [[μεταβάλλω]], [[μετατρέπω]], ἀλλοιῶ, Ἡρόδ. 9. 108. 4) ἀγορὰς διαποντίους δ., [[ἐμπορεύομαι]] εἰς ξένας ἀγοράς, Διον. Ἁλ. 5. 66· ἀνταμείβω, Δίων Κ. 56. 6. | |lstext='''διᾰμείβω''': μέλλ. -ψω, [[ἀνταλλάσσω]], τι [[πρός]] τι, πρᾶγμά τι ἀντὶ ἑτέρου, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διαμείβεσθαί τί τινος ἢ [[ἀντί]] τινος Σόλων 13. 2, Πλάτ. Νόμ. 915Ε ([[ἔνθα]] προστίθεται καὶ δοτ. τοῦ προσώπου, πρὸς ὃν ἀνταλλάσσει τις)· - διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης, νὰ ἀνταλλάξῃ τὴν Ἀσίαν ἀντὶ τῆς Εὐρώπης, δηλ. νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἀσίαν, Εὐρ. Ι. Τ. 398. 2) δ. ὁδόν, τελειώνω [[ταξείδιον]], Αἰσχύλ. Θήβ. 334· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ… δολιχῆς [[τέρμα]] κελεύθου διαμειψάμενος ὁ αὐτ. Πρ. 285· ἀλλ᾽ ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, πολλά φῦλα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 543· πόντου [[πεδίον]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 150. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἀπολ., [[μεταβάλλω]], [[μετατρέπω]], ἀλλοιῶ, Ἡρόδ. 9. 108. 4) ἀγορὰς διαποντίους δ., [[ἐμπορεύομαι]] εἰς ξένας ἀγοράς, Διον. Ἁλ. 5. 66· ἀνταμείβω, Δίων Κ. 56. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> échanger;<br /><b>2</b> changer, prendre à la suite l’un de l’autre : δ. Ἀσιήτιδα γαῖαν Εὐρώπης EUR prendre la terre d’Asie en échange de l’Europe, <i>càd</i> passer en Asie ; <i>abs.</i> passer d’un endroit à un autre jusqu’au bout, <i>càd</i> parcourir entièrement : δ. ὁδόν ESCHL achever un voyage;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαμείβομαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> changer de passion, d’amour;<br /><b>2</b> changer un lieu pour un autre ; parcourir, acc. ; parcourir jusqu’au bout, atteindre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀμείβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A exchange, τι πρός τι one thing with another, Pl.Plt.289e; τὰς οἰκίας J.BJ1.6.1:—Med., τισὶ τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον Sol.15.2; τινί τι ἀντί τινος Pl.Lg.915e; τὰ ἱμάτια πρός τινα Plu.Cim.10; διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης change Asia for Europe, i.e. pass into Asia, E.IT397 (lyr.); δ. μεταβολήν Dam.Pr.392; δ. τὴν φύσιν πρός τι ib. 396. 2 δ. ὁδόν finish a journey, A.Th.334(lyr.):—Med., δολιχῆς τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος Id.Pr.287 (anap.); but in Med. also, pass through, πολλὰ φῦλα Id.Supp.543 (lyr.); πόντου πεδίον Id.Fr.150 (lyr.). b cross, traverse, ὄρη Procop.Goth.3.40. 3 change, χρόα Parm.8.41 (tm.):—abs. in Med., alter, Hdt.9.108. 4 Med., ἀγορὰς διαποντίους δ. trade in foreign markets, D.H.5.66. 5 Med., requite, D.C.56.6.
German (Pape)
[Seite 589] 1) vertauschen, verwechseln, τινί τι, Solon bei Plut. Sol. 3; τὶ πρός τι, Plat. Polit. 289 e; διαμεῖψαι Ἀσιήτιδα γαῖαν Εὐρώπης, d. i aus Europa nach Asien kommen, Eur. I. T. 398. – Med., sich ändern, Her. 9, 108; = act., τὶ ἀντί τινος, Plat. Legg. XI, 915 e; τὰς ἀγοράς, das Getreide verhandeln, Dion. Hal. 5, 66; erwidern, vergelten, Dio Cass. 56, 6; τὰ ἱμάτια πρός τινα, die Kleider mit Einem wechseln, Plut. Cim. 10. – 2) durchwandern, δωμάτων στυγερὰν ὁδόν Aesch. Spt. 334; u. med., βροτῶν φῦλα Suppl. 543; vgl. Prom. 285.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰμείβω: μέλλ. -ψω, ἀνταλλάσσω, τι πρός τι, πρᾶγμά τι ἀντὶ ἑτέρου, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διαμείβεσθαί τί τινος ἢ ἀντί τινος Σόλων 13. 2, Πλάτ. Νόμ. 915Ε (ἔνθα προστίθεται καὶ δοτ. τοῦ προσώπου, πρὸς ὃν ἀνταλλάσσει τις)· - διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης, νὰ ἀνταλλάξῃ τὴν Ἀσίαν ἀντὶ τῆς Εὐρώπης, δηλ. νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἀσίαν, Εὐρ. Ι. Τ. 398. 2) δ. ὁδόν, τελειώνω ταξείδιον, Αἰσχύλ. Θήβ. 334· οὕτως ἐν τῷ μέσ… δολιχῆς τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος ὁ αὐτ. Πρ. 285· ἀλλ᾽ ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, διέρχομαι διὰ μέσου, πολλά φῦλα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 543· πόντου πεδίον ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 150. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἀπολ., μεταβάλλω, μετατρέπω, ἀλλοιῶ, Ἡρόδ. 9. 108. 4) ἀγορὰς διαποντίους δ., ἐμπορεύομαι εἰς ξένας ἀγοράς, Διον. Ἁλ. 5. 66· ἀνταμείβω, Δίων Κ. 56. 6.
French (Bailly abrégé)
1 échanger;
2 changer, prendre à la suite l’un de l’autre : δ. Ἀσιήτιδα γαῖαν Εὐρώπης EUR prendre la terre d’Asie en échange de l’Europe, càd passer en Asie ; abs. passer d’un endroit à un autre jusqu’au bout, càd parcourir entièrement : δ. ὁδόν ESCHL achever un voyage;
Moy. διαμείβομαι;
1 intr. changer de passion, d’amour;
2 changer un lieu pour un autre ; parcourir, acc. ; parcourir jusqu’au bout, atteindre, acc..
Étymologie: διά, ἀμείβω.